Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, επιτρέψτε μου καταρχήν να ευχαριστήσω τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, που μας φιλοξενεί σε αυτό τον χώρο υψίστης συμβολικής, αλλά και πολιτικής σημασίας.
Επιτρέψτε μου, επίσης, να αρχίσω με δυο λόγια αλληλεγγύης προς τους φίλους μας. Στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών, έγιναν σεισμοί μεγάλης ισχύος στην Αϊτή. Ο Αντιπρόεδρός μας, ο Victor Benoit, βρίσκεται εδώ και επιθυμούμε να εκφράσουμε την αλληλεγγύη και τη συμπαράστασή μας στον ίδιο και στο λαό του.
Επίσης, συμπαραστεκόμαστε και στη Χιλή, σε εσάς και το λαό σας, καθώς χτίζετε ισχυρότερα κράτη πάνω στα χαλάσματα των πρόσφατων σεισμικών δονήσεων.
Θα ήθελα να στείλω και ένα σύντομο μήνυμα συμπαράστασης στον Πρόεδρο Ομπάμα, που με τόσο θάρρος διαχειρίζεται μία από τις πλέον καταστροφικές πετρελαιοκηλίδες στην ιστορία.
Αυτή η αλληλεγγύη είναι στοιχείο-κλειδί για την παγκόσμια κοινωνία μας, για την αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικοοικονομικών και άλλων προβλημάτων. Είναι πολύ σημαντική.
Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι, όταν η Ελλάδα κήρυξε την Επανάσταση προ πολλών ετών, το 1821, η Αϊτή ήταν η πρώτη χώρα που επέδειξε την αλληλεγγύη της προς εμάς, αν και μας χώριζε ένας ωκεανός. Απέστειλε τόνους καφέ, ώστε τα χρήματα να διατεθούν για τους σκοπούς της Επανάστασης του 1821. Αυτό το γεγονός αναδεικνύει, από μόνο του, την ουσία της αλληλεγγύης, όπως και το πόσο βαθιά ριζωμένη είναι στην ψυχολογία μας και στα προοδευτικά μας κινήματα.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η αλληλεγγύη είναι απαραίτητη σε παγκόσμιο επίπεδο, γι’ αυτό και επιθυμώ να ευχαριστήσω όλους τους παρισταμένους, αγαπητούς φίλους και συντρόφους. Σας ευχαριστώ για την αλληλεγγύη και τη συμπαράστασή σας προς την Ελλάδα, που δίνει μια μάχη δύσκολη, η οποία όμως θα στεφθεί με επιτυχία και θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας πιο αξιόπιστης και βιώσιμης οικονομίας και ενός πιο ισχυρού κράτους, εντός των επομένων ετών.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, η Ελλάδα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, στην καρδιά της παγκόσμιας κρίσης, που σοβούσε. Αν και η κρίση χαρακτηρίστηκε ελληνική, και όντως η Ελλάδα υπήρξε ο αδύναμος κρίκος, επρόκειτο παρά ταύτα για μια συστημική κρίση, ευρέως φάσματος, την απαρχή της οποίας σηματοδότησε η οικονομική κρίση του 2008.
Επιτρέψτε μου, όμως, να σας μεταφέρω τη δική μου εμπειρία από αυτή την κρίση και τα όσα συνεπάγεται ενδεχομένως για το έργο και την πολιτική που ακολουθούμε.
Πρώτον: τι διδάγματα αποκομίσαμε από την κρίση αυτή; Για άλλη μια φορά, η κρίση απέδειξε ότι κανείς δεν είναι μόνος ή αποκομμένος από τους υπόλοιπους, γιατί όλοι είμαστε συνεπιβάτες στο ίδιο τρένο.
Είναι επιτακτική επομένως η ανάγκη για αλληλεγγύη, πολλώ δε μάλλον η ανάγκη μιας παγκόσμιας συνεργασίας, μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης, για λύσεις παγκόσμιας εμβέλειας.
Δεύτερον, κάτι που με ρωτούν συχνά είναι, κατά πόσον η εμπειρία αυτή άλλαξε την άποψή μας για το κράτος πρόνοιας, για την προοδευτική πολιτική και για τις αξίες, τις οποίες πρεσβεύουμε. Η απάντηση μου είναι αρνητική. Η εμπειρία αυτή, ουσιαστικά, επιβεβαίωσε όλα όσα πιστεύουμε. Επαναβεβαίωσε την πεποίθησή μας ότι πρέπει να αλλάξουμε. Και ανατρέχοντας στην ομιλία που εκφώνησα, κατά την ανάληψη των καθηκόντων μου το 2006, παρατηρώ ότι όλα όσα είπα τότε, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, παραμένουν επίκαιρα και αληθή.
Τότε επεσήμανα ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία, έχουμε τις δυνατότητες, την τεχνολογία, τη γνώση και τον πλούτο, ώστε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο. Διαθέτουμε τη δύναμη, τα οικονομικά μέσα, την τεχνογνωσία, για να αποτελέσει η φτώχεια παρελθόν, να σταματήσει η υπερθέρμανση του πλανήτη και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, να παρασχεθούν εγγυήσεις αξιοπρεπούς εργασίας για όλους και να περιοριστεί η παιδική θνησιμότητα.
Έχουμε τη δυνατότητα να βελτιώσουμε την υγειονομική περίθαλψη, να εξαλείψουμε πανδημίες, όπως το AIDS και την ελονοσία, να εξασφαλίσουμε ισότητα ανδρών-γυναικών, να εντάξουμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στις κοινωνίες μας, να σταματήσουμε τη διακίνηση ναρκωτικών, το λαθρεμπόριο όπλων και την εμπορία λευκής σαρκός, να καταργήσουμε πρακτικές διαφθοράς και απουσίας διαφάνειας, να περιορίσουμε τις ανισότητες, να απαλλάξουμε τα κράτη από τα χρέη, να εγγυηθούμε τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε όλα αυτά αναφέρθηκα το 2006.
Σήμερα, θεωρώ ότι η έκκληση εκείνη, γίνεται ακόμη πιο δραματική, διότι ναι μεν έχουμε τη δυνατότητα, αλλά δεν την αξιοποιούμε. Αν μάλιστα παρατηρήσουμε τις κρίσεις που αντιμετωπίζουμε, είτε πρόκειται για κρίσεις οικονομικές, είτε για διαρροές πετρελαίου, όπως στον Κόλπο του Μεξικού, διαπιστώνουμε ότι οι δυνατότητες του ανθρώπου είναι τεράστιες. Αποκτήσαμε εντυπωσιακές δυνάμεις, τεράστιες δυνατότητες και οικονομικά μέσα, με τρισεκατομμύρια δολάρια ή ευρώ να διακινούνται ανά τον πλανήτη, και με ενεργειακές πηγές, μέσα, πυρηνικούς σταθμούς και βιοτεχνολογία.
Αυτό που απασχολεί την ανθρωπότητα, όμως, είναι οι τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιούμε τις δυνάμεις αυτές. Για ποιους σκοπούς χρησιμοποιούμε τελικώς τις δυνάμεις αυτές;
Αυτό είναι ένα ιδιαζόντως πολιτικό ερώτημα. Αποτελεί συνάρτηση της Δημοκρατίας και των αξιών που προσυπογράφουμε. Αφορά στο είδος της κοινωνίας, που επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε, να αναπτύξουμε και να βιώσουμε.
Αυτή είναι και η πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουμε, καθώς καλούμαστε να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να τιθασεύσουμε τέτοιες δυνάμεις, όπως τις δυνάμεις της αγοράς. Θα επιτρέψουμε να περάσουν οι δυνάμεις αυτές στα χέρια και τον έλεγχο των λίγων και να παραμείνουν ανεξέλεγκτες; Ή μήπως θα κυβερνήσουμε με τρόπο δημοκρατικό, θα τιθασεύσουμε τις δυνάμεις αυτές για το καλό της ανθρωπότητας και της εξυπηρέτησης των αναγκών της; Σε αυτό το ζήτημα, το κίνημά μας διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, παράγοντας αξίες, εκείνες τις παγκόσμιες αξίες, που συντελούν υπέρ μιας παγκόσμιας και δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Εδώ, μετουσιώνεται και η σημασία του κινήματός μας, δηλαδή στη δημιουργία ενός πιο ανθρώπινου κόσμου, ενόσω διαχειριζόμαστε παρεμφερείς κρίσεις. Αντιμετωπίζουμε επιπροσθέτως και ένα δίλημμα, καθώς βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι.
Από τη μια, υφίσταται η πρόκληση της δημιουργίας ενός κόσμου με ανθρώπινο πρόσωπο, η πρόκληση του εξανθρωπισμού της παγκοσμιοποίησης.
Από την άλλη, αν δεν τα καταφέρουμε, θα οδηγηθούμε προς την κατεύθυνση ενός ενισχυμένου λαϊκισμού, περισσότερου φονταμενταλισμού, αύξησης της πόλωσης, εντονότερου ρατσισμού, ξενοφοβίας, εντονότερου εθνικισμού, ρήξεων και βαρβαρότητας.
Αυτό είναι το δίλημμά μας, λοιπόν. Καθώς επίκειται η Σύνοδος του G20 εντός των ερχόμενων ημερών, το ζήτημα μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης αποτελεί ολοένα και μεγαλύτερη πρόκληση για την ανθρωπότητα. Έχει αξία η δημιουργία του θεσμού του G20, ενός θεσμού σημαντικού που, στο παρελθόν, έχει λάβει αποφάσεις μεγάλης βαρύτητας. Παρά ταύτα, οι αποφάσεις αυτές, παρατηρούμε ότι υλοποιούνται ελάχιστα ή και καθόλου.
Και φυσικά, ο θεσμός του G20 δεν είναι πλήρως αντιπροσωπευτικός του συνόλου των λαών της υφηλίου, ιδιαιτέρως δε των φτωχότερων λαών του πλανήτη. Ωστόσο, το γεγονός αυτό, μας θυμίζει ότι διαθέτουμε επιλογές. Υπάρχουν επιλογές. Τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο. Τις επιλογές μας, πρέπει να τις ορίζουν αξίες – και οι δικές μας αξίες είναι σαφείς. Πρόκειται καταρχήν για τη Δημοκρατία, την αναγκαιότητα ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών, τη συμμετοχή, την εκπροσώπηση, τη διαφάνεια.
Δεύτερον, μιλάμε για την ανάγκη για ισότητα, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, προς όφελος των χωρών και των λαών μας, εντός των εθνών μας και μεταξύ των κρατών μας. Και τρίτον, μιλάμε για μια νέα σχέση με το φυσικό περιβάλλον, ούτως ώστε να στραφούμε προς μια πιο βιώσιμη οικονομία, όπου άνθρωπος και περιβάλλον συμβιώνουν αρμονικά.
Μπορούμε να προσφέρουμε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης, με καινοτόμο, βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία θα υπερβαίνει τους παρελθόντες περιορισμούς. Ένα ακόμη παράδειγμα, συνεπεία των τελευταίων μηνών, το οποίο αναδεικνύει εκ νέου την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης και λύσεων παγκόσμιας κλίμακας, συνδέεται με το γεγονός ότι το 2008, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι κυβερνήσεις, ή η πολιτική, αν θέλετε, και το κράτος, αποτέλεσαν τον έσχατο εγγυητή για να σωθεί το σύστημα.
Χρειάστηκε κυβερνητική παρέμβαση, ώστε να προστατευθούν οι οικονομίες των χωρών μας. Οι κυβερνήσεις έπρεπε να είναι αξιόπιστες. Σήμερα, τίθενται υπό αμφισβήτηση, ιδίως στον αναπτυγμένο κόσμο, εξαιτίας των κρατικών χρεών. Εκείνες βοήθησαν στη διάσωση των τραπεζών, τόνωσαν την οικονομία και, τώρα, κατηγορούνται για συσσώρευση δυσθεώρητων χρεών.
Ποιος όμως είναι αυτή τη στιγμή ο εγγυητής, στον οποίο μπορεί να προστρέξει κανείς, ως έσχατη λύση; Αν δεν είναι οι κυβερνήσεις, ούτε ο χρηματοπιστωτικός τομέας, τότε μόνον παγκόσμιοι θεσμοί και παγκόσμια όργανα, λύσεις παγκόσμιας, ή και περιφερειακής εμβέλειας, μπορεί να υπάρξουν, όπως έδειξε και η ελληνική κρίση, με τη δημιουργία του μηχανισμού στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ.
Ένα άλλο ζήτημα που αντιληφθήκαμε, και που βίωσα έντονα στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς παρακολουθούσαμε καθημερινά τις εξελίξεις στις αγορές και τις διακυμάνσεις των spreads, ήταν ότι οι αγορές δεν είναι ορθολογικές. Μπορεί να τις παρασύρει η ψυχολογία του όχλου, είτε μιλάμε για τη «φούσκα» προ του 2008, οπότε επικράτησε μια ευφορία, που επέφερε ανάπτυξη και δεν εδραζόταν στην πραγματική οικονομία, είτε αν στον αντίποδα επικρατήσει ο φόβος.
Την ψυχολογία του όχλου, την είδαμε στην Ελλάδα, καθώς προχωρούσαμε στην εφαρμογή ενός πακέτου μέτρων μετά το άλλο, με στόχο τον περιορισμό του ελλείμματος και του χρέους, ενώ οι αγορές δεν ανταποκρίνονταν. Εξακολούθησαν τις επιθέσεις και παρέμειναν καχύποπτες.
Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο χρειάστηκε παρέμβαση στις αγορές, όπως ακριβώς έγινε τόσο με τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης – όσο βραδύ και αν υπήρξε αυτό, αν και ταχύτατο για τα δεδομένα των ευρωπαϊκών θεσμών – όσο και με τη δέσμευση, από την πλευρά μας, ως προς τη λήψη ρηξικέλευθων και συχνά επώδυνων αποφάσεων, την ανάληψη δράσεων, την εφαρμογή πακέτων μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, αύξησης των κρατικών εσόδων και περιορισμού της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς.
Οι αγορές έγιναν ανυπόμονες. Αποστρέφονται τον κίνδυνο και μπορούν να υπονομεύσουν με τρόπο επικίνδυνο τις σημαντικές και αξιόπιστες πολιτικές αποφάσεις, τις οποίες λαμβάνουμε κατά τη διακυβέρνηση των χωρών μας. Ένα επιπλέον συμπέρασμα που εξάγουμε είναι ότι, οι αγορές κινούνται με ταχύτητες, που υπερβαίνουν αυτές των δημοκρατικών μας θεσμών, ιδίως δε αν κοιτάξουμε το παράδειγμα της Γουόλ Στριτ, όπου ηλεκτρονικοί υπολογιστές και μαθηματικά μοντέλα λαμβάνουν αποφάσεις, προτού καν προλάβουμε να καθίσουμε και να διαβουλευθούμε ως άνθρωποι.
Ο εξανθρωπισμός της παγκοσμιοποίησης, οι πιο ανθρώπινες οικονομίες και ένα πιο ανθρωποκεντρικό παγκόσμιο σύστημα, επομένως, δεν είναι απλά εκφράσεις με συμβολική σημασία, αλλά συνεπάγονται την υποχρέωση δημιουργίας συστημάτων, τα οποία θα εξυπηρετούν εμάς, ως ανθρώπινα όντα, και όχι πρότυπα ή αδιαφανή συμφέροντα, που κρύβονται πίσω από τα μοντέλα αυτά.
Στο σημείο αυτό, στο πλαίσιο της όλης συζήτησης για το τι ακριβώς επιλέγουμε, αγορές ή κυβερνήσεις, νομίζω ότι θα πρέπει να δηλώσουμε ότι θέλουμε και τις αγορές και τις κυβερνήσεις. Θέλουμε όμως αγορές, που να υπηρετούν τους λαούς μας. Και θέλουμε κυβερνήσεις, που να υπηρετούν τους λαούς μας. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο χρειαζόμαστε ρύθμιση και κανονιστικά πλαίσια και, για τον ίδιο λόγο, χρειαζόμαστε δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Ευτυχώς, η Ελλάδα βρίσκεται τώρα στη σωστή τροχιά. Ελήφθησαν δύσκολες αποφάσεις, που παρήγαν όμως θετικά αποτελέσματα. Ήδη, μειώσαμε το έλλειμμα κατά 40%, σε σχέση με πέρσι. Τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν, οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν. Δεν θα ήθελα, όμως, να σας κουράσω με ενδελεχείς αναφορές στην ελληνική πραγματικότητα.
Υπάρχει όμως κάτι, στο οποίο επιθυμώ να αναφερθώ, διότι παρατηρώ σχετικές αναφορές σε πλειάδα Μέσων ανά την υφήλιο. Πολλοί πολιτικοί, προερχόμενοι από συντηρητικά, δεξιά κόμματα, λένε: «βλέπετε την Ελλάδα; Πληρώνει το τίμημα του κράτους πρόνοιας. Σε αυτό ανάγεται το πρόβλημά της, καθώς είχε ένα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας, που δημιούργησε το σημερινό χρέος της».
Δεν ευσταθεί κάτι τέτοιο. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα του χρέους δεν ανάγεται στο κράτος πρόνοιας. Η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται στην κακοδιαχείριση μιας οικονομίας, από μια συντηρητική κυβέρνηση, μια κυβέρνηση υδροκέφαλη, που προκάλεσε τη δημιουργία ενός τεράστιου κρατικού χρέους. Επρόκειτο για μια έντονα παρεμβατική κυβέρνηση, που τάχθηκε υπέρ των μεγάλων συμφερόντων, όπως ακριβώς συνέβη και στις ΗΠΑ με την κυβέρνηση Μπους, η οποία επίσης προάσπισε τα μεγάλα συμφέροντα. Δεν φταίει το κράτος πρόνοιας. Δεν προκάλεσε το κράτος πρόνοιας το υφιστάμενο πρόβλημα και, μάλιστα, στην Ελλάδα, όπου οι πολίτες καλύπτουν μόνοι τους το 40% των δαπανών για υγεία και παιδεία. Επομένως, το κράτος πρόνοιας μάλλον δεν είναι τόσο αναπτυγμένο στην Ελλάδα, όσο σε άλλες χώρες.
Το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας συνδεόταν με την διακυβέρνηση, ή μάλλον με την απουσία μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης και με την ύπαρξη, δυστυχώς, διαφθοράς και ενός πελατειακού συστήματος. Δεν είμαστε ούτε ευτυχείς, ούτε περήφανοι για το δεδομένο αυτό, αλλά αλλάζουμε την κατάσταση.
Επρόκειτο για ζήτημα σωστής διακυβέρνησης, δημοκρατικής διακυβέρνησης, ύπαρξης διαφάνειας και αποκατάστασης ενός κράτους Δικαίου, υπέρ των συμφερόντων των πολιτών, και όχι μιας διακυβέρνησης που προάσπιζε τα συμφέροντα των λίγων και ισχυρών.
Εδώ, αντιμετωπίζουμε μία ακόμη διχογνωμία, ένα ακόμη δίλημμα: τι επιλέγουμε; Επιθυμούμε την επικράτηση των ισχυρών; Και μάλιστα όταν, εφόσον επικρατούν οι ισχυροί, είναι κακή η διακυβέρνηση; ‘Η μήπως επιθυμούμε την επικράτηση του κράτους Δικαίου; Των δημοκρατικών δικαιωμάτων; Των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Η οικονομική κρίση του 2008 σημειώθηκε λόγω της έλλειψης χρηστής διακυβέρνησης, της απουσίας διαφάνειας και κανόνων ρύθμισης της λειτουργίας του χρηματοοικονομικού – χρηματοπιστωτικού τομέα, λόγω της ικανότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα και των συμφερόντων που εκπροσωπούσε, να επηρεάζουν πολιτικές, όργανα και δημοκρατικούς θεσμούς, προωθώντας τα δικά τους συμφέροντα, ώστε αυτά να επιχειρούν όπως επιθυμούσαν.
Δίνουμε αγώνα, επίσης, κατά της υπέρμετρης γραφειοκρατίας, της διαφθοράς, της κακοδιαχείρισης, ώστε τελικά τα χρήματα των φορολογουμένων να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς, που εξυπηρετούν το κοινό καλό, το κοινωνικό σύνολο, και όχι τους ισχυρούς και λίγους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, αν και τα μέτρα ήταν πολύ σκληρά για την Ελλάδα, ο λαός συνειδητοποιεί ότι υλοποιούμε τεράστιες τομές στη διακυβέρνηση της χώρας, προς όφελός του, καθώς οδεύουμε προς την έξοδο από την κρίση.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, λοιπόν, με όσους ισχυρίζονται ότι, το πρόβλημα της συσσώρευσης κρατικών χρεών, το χρέος της Ελλάδας, ή όποιας άλλης χώρας, οφείλεται στις κοινωνικές υπηρεσίες, τις οποίες παρέχουμε στους πολίτες, είτε αφορούν στην υγεία, στα σχολεία ή στα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας για τις ευάλωτες ομάδες. Δεν είναι αυτή η πραγματική αιτία του προβλήματος των χρεωμένων χωρών.
Ποια είναι όμως η γενεσιουργός αιτία του προβλήματος; Πολλές από τις αναπτυγμένες χώρες βαρύνονται με εξωτερικό χρέος και καθίστανται λιγότερο ανταγωνιστικές. Όντας λιγότερο ανταγωνιστικές, αναγκάζονται να καταφύγουν σε δανεισμό, πολλές φορές υπέρμετρο, ώστε να διατηρήσουν το υπάρχον υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Ασφαλώς, αυτό το υψηλό επίπεδο επιτεύχθηκε μέσα από μια μακρά ιστορία αγώνων και διαπραγματεύσεων των Ενώσεων των εργαζομένων με τους εργοδότες, σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις, και με στόχο τη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας, προκειμένου οι συμπολίτες μας να ζουν μια καλύτερη ζωή.
Όμως και πάλι, αυτό σημαίνει ότι είμαστε μη ανταγωνιστικοί, εξαιτίας του κράτους πρόνοιας; Αν ρίξουμε μια ματιά στις σκανδιναβικές χώρες, ή σε κράτη όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία, τα οποία διαθέτουν και κράτος πρόνοιας, αλλά είναι και διεθνώς ανταγωνιστικά, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μοντέλο κοινωνικής δικαιοσύνης, που συνδυάζει την ανταγωνιστικότητα στην παγκόσμια αγορά.
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος, όμως, εξαιτίας του οποίου πολλές χώρες δεν είναι ανταγωνιστικές, και αυτός δεν συνδέεται με τα κράτη πρόνοιας, αλλά με την ύπαρξη μεγάλων ανισοτήτων σε κάποιες γωνιές του πλανήτη – αν και μας χαροποιεί βεβαίως η ανάπτυξη που παρατηρείται στις αναδυόμενες αγορές και ο πλούτος που διοχετεύεται προς τις χώρες αυτές.
Υπάρχουν χώρες που είναι πιο ανταγωνιστικές, γιατί έχουν πολύ χαμηλά ημερομίσθια. Υπάρχουν χώρες που είναι πιο ανταγωνιστικές, γιατί στερούνται ενός κράτους πρόνοιας και δεν χρειάζεται να συνεισφέρουν γι’ αυτό. Υπάρχουν αναπτυγμένες χώρες που είναι πιο ανταγωνιστικές, διότι σε πολλές από αυτές δεν γίνονται συλλογικές διαπραγματεύσεις, ή είναι πολύ εύκολη η περιβαλλοντική υποβάθμιση, η οποία εξασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα βραχυπρόθεσμα, αλλά όχι και την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της.
Είναι όμως αυτό μοντέλο προς μίμηση; Θέλουμε αλήθεια την υποβάθμιση; Θέλουμε να κατρακυλήσουμε προς τα κάτω, για να είμαστε ανταγωνιστικοί; Ή μήπως εμείς, οι σοσιαλιστές, οι σοσιαλδημοκράτες, τα εργατικά κόμματα, επιθυμούμε την αναβάθμιση των όρων και προδιαγραφών, που ισχύουν σε αναδυόμενες και αναπτυγμένες χώρες, ώστε οι εργαζόμενοι σε αυτές να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο του πλούτου, να συμμετάσχουν περισσότερο στην αναδιανομή του πλούτου των κρατών τους και της υφηλίου;
Μόνον τότε θα υπάρχουν ίδιοι κανόνες για όλους και θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τα συστήματα του κράτους πρόνοιας σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η καταβαράθρωση δεν αποτελεί απάντηση.
Στο σημείο αυτό, να παρατηρήσω ότι καθώς εμείς συναντιόμαστε εδώ, στη Νέα Υόρκη, η Διεθνής Συνομοσπονδία Ενώσεων Εργαζομένων συνέρχεται στο Βανκούβερ, αναμένοντας αντίστοιχες προτάσεις από πλευράς G20. Μάλιστα χθες, συναντήθηκα με τον Guy Ryder, τον Γενικό Γραμματέα της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Ενώσεων Εργαζομένων, ενώ απόψε θα συνδεθώ με τηλεδιάσκεψη με τους συνέδρους.
Συμφωνήσαμε σε μια στενότερη συνεργασία Σοσιαλιστικής Διεθνούς και Σωματείων Εργαζομένων παγκοσμίως, ούτως ώστε να ασκήσουμε εντονότερες πιέσεις, οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι παγκόσμιες αλλαγές που επιδιώκουμε, να υπάρξει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας, μια δίκαιη μετάβαση στην πράσινη οικονομία, καθώς και αναδιάρθρωση των οικονομιών μας, με τρόπο ώστε να μην επιβαρυνθούν οι πιο αδύναμοι.
Θέλουμε ένα πιο ανταγωνιστικό οικονομικό μοντέλο, όπως επίσης και ένα πιο δίκαιο οικονομικό μοντέλο. Βρισκόμαστε ασφαλώς στις επάλξεις και παραμένουμε εδώ, γι’ αυτό και οφείλουμε να συμπράξουμε με άλλους, σε αυτή την περίοδο των αλλαγών.
Συγκροτήσαμε Επιτροπές για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, για την πράσινη ανάπτυξη, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την καταπολέμηση της φτώχειας. Παραμένουμε στις επάλξεις υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, της μη διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής, της επικράτησης της ειρήνης, σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή.
Πρέπει να παραμείνουμε στις επάλξεις, καθώς G20 και λοιποί συζητούν σχετικά με τη νέα αρχιτεκτονική του κόσμου, ώστε να εξασφαλίσουμε ότι όντως οι χρηματοοικονομικές αγορές θα ελέγχονται και δεν θα ελέγχουν. Να εξασφαλίσουμε ότι θα υπάρξουν οι αναγκαίοι θεσμοί, οι οποίοι θα μπορούν να αξιολογήσουν αντικειμενικά τις εξελίξεις ανά τον πλανήτη, όχι σαν τους οίκους αξιολόγησης – ένα ακόμη παράδειγμα, που απορρέει από την εμπειρία μου.
Οι οίκοι αξιολόγησης είναι περισσότερο ουραγοί, παρά αρχηγοί. Όταν είχαμε τη «φούσκα», βαθμολογούσαν με «ΑΑΑ» τις τράπεζες. Όταν οι κυβερνήσεις επιχειρούν αλλαγές, τις υπονομεύουν και, μετά την υλοποίηση των αλλαγών, συνεχίζουν. Απλώς, ακολουθούν το πλήθος. Δεν το θέλουμε αυτό. Εμείς θέλουμε πολιτικές, που θα επιτρέπουν την αλλαγή, θα προκαλούν αλλαγές, θα κατευθύνουν την αλλαγή προς τους στόχους που έχουμε θέσει συλλογικά.
Το μήνυμά μας, επομένως, προς τους G20 είναι ότι, επιθυμούμε δεσμεύσεις, αποφάσεις, δράσεις, εδώ και τώρα. Επιθυμούμε την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση, θα συνεργαστούμε με τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ενώσεων Εργαζομένων.
Οφείλουμε να θέσουμε σε προτεραιότητα την αναπτυξιακή βοήθεια και να μην διακυβεύσουμε τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας, γι’ αυτό και πολλοί από εμάς θα ξαναβρεθούμε εδώ το Σεπτέμβριο, ώστε να αγωνιστούμε και γι’ αυτό το σκοπό, ο καθένας από το δικό του μετερίζι.
Υπάρχουν θεμελιώδεις αρχές ισότητας. Θα υπάρξουν, λόγου χάρη, συζητήσεις επί μακρόν, σχετικά με το γεγονός ότι μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες παγκοσμίως δεν έχουν πρόσβαση σε μη άτυπες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Παρότι αυτό είναι πολύ σημαντικό, ας μην λησμονούμε ότι, παγκοσμίως, ακόμη μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες δεν διαθέτουν πρόσβαση σε στοιχειώδη περίθαλψη, παιδεία, πόσιμο νερό, υγιεινή.
Ας μην λησμονούμε, επίσης, ότι ειδικές ομάδες, είτε πρόκειται για γυναίκες, είτε για μετανάστες και πρόσφυγες, στερούνται θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ας μην λησμονούμε ότι χρειάζεται δικαιότερη κατανομή των βαρών σε αυτή την περίοδο της κρίσης, καθώς και ότι θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι συμπληρωματικές συνομιλίες μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Ας τολμήσουμε, επίσης, να αντιταχθούμε σε κάποια από τα μεγάλα συμφέροντα, τα οποία συχνά παραμένουν αδιαφανή, όπως οι φορολογικοί παράδεισοι και οι κερδοσκόποι. Υπάρχουν πολλά χρήματα, όπως έδειξε – μεταξύ άλλων – η κρίση του 2008. Κυκλοφορεί πολύ χρήμα σε ολόκληρο τον κόσμο. Ξεχάσαμε τη λέξη «εκατομμύρια». Αρχίσαμε να συζητάμε για δισεκατομμύρια και καταλήξαμε να μιλάμε για τρισεκατομμύρια.
Κυκλοφορεί πολύ χρήμα στον κόσμο, κρύβεται όμως σε φορολογικούς παραδείσους και πίσω από χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, που χαρακτηρίζονται από αδιαφάνεια. Πρέπει να δημιουργήσουμε περισσότερο διαφανείς θεσμούς, αλλά και να εξασφαλίσουμε ότι θα φορολογηθεί το χρήμα, που γεννά η παραγωγική απασχόληση των χωρών και των λαών μας. Πολλοί από εμάς είμαστε όντως χρεωμένοι, είτε σε αναπτυσσόμενες, είτε σε αναπτυγμένες χώρες.
Ακόμη και έτσι, πρέπει πάντως να φορολογείται το υπάρχον χρήμα, ο τεράστιος πλούτος που κυκλοφορεί ανά τον κόσμο, συχνά ταχύτατα, από χώρα σε χώρα και από οικονομία σε οικονομία, παραμένοντας ωστόσο μη υποκείμενος σε φορολόγηση.
Για το λόγο αυτό, εμείς, οι σοσιαλιστές, προτείναμε και την επιβολή ενός φόρου «Τόμπιν», ή αλλιώς ενός φόρου επί των οικονομικών συναλλαγών, τον οποίο συνέστησε ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος, Τζέημς Τόμπιν, αρχικά ως φόρο για την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας, αλλά ο οποίος σήμερα νοείται επίσης και ως σημαντική πηγή εσόδων.
Αυτό θα συνεπαγόταν νέα έσοδα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στους κόλπους της οποίας ετέθη το θέμα αυτό, προ ολίγων ημερών. Συζητήθηκε το ενδεχόμενο επιβολής επί των συναλλαγών μικρού φορολογικού συντελεστή, της τάξεως του 0.05%, ο οποίος θα απέφερε στην Ε.Ε. περίπου 200 δις ευρώ ετησίως.
Τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη, όχι μόνο την ευρωπαϊκή, ενώ θέτουμε σε εφαρμογή πιο αυστηρά προγράμματα σε εθνικό επίπεδο, αλλά θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν, ώστε η Ευρώπη και ο πλανήτης, να κινηθούν προς την κατεύθυνση της πράσινης οικονομίας. Θα μπορούσαν, επίσης, οι πόροι αυτοί να αξιοποιηθούν για την στήριξη ή την αναζωογόνηση των οικονομιών, βοηθώντας τον αναπτυσσόμενο κόσμο να στραφεί στην πράσινη οικονομία, αλλά και για να στηριχθούν οι οικονομίες που προασπίζουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα: υγεία, παιδεία και ευημερία.
Επίσης, στην Ε.Ε. συζητούμε για τα πράσινα ομόλογα, ή τα Ευρωομόλογα, καθώς και για τη δημιουργία – ει δυνατόν – ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Πρόκειται για νέους θεσμούς, για καινούργιες προτάσεις και ιδέες, που πιστεύουμε ότι θα αποβούν επωφελείς, ώστε να μπορούμε να παρέμβουμε στις αγορές και να καταστούμε πλέον αποτελεσματικοί στο εγχείρημα της δημιουργίας ενός πιο δίκαιου κόσμου.
Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα, επομένως, ορίζεται από το βαθμό στον οποίο εμείς, το κίνημά μας, μπορούμε να διαμορφώσουμε δυναμικά ένα διαφορετικό κόσμο. Ας επιλέξουμε να μας καθοδηγήσουν οι κοινές μας αξίες και αρχές. Ας επιλέξουμε τους δημοκρατικούς θεσμούς και όχι το λαϊκισμό, το φονταμενταλισμό, τις πολιτικές της ξενοφοβίας. Ας μην επιλέξουμε ούτε τις αγορές, αφού επιδιώκουμε οι αγορές να υπηρετήσουν τον άνθρωπο, και όχι ο άνθρωπος την αγορά, κάνοντας με αυτό τον τρόπο την παγκοσμιοποίηση πιο ανθρώπινη.
Ας επιλέξουμε την μακροχρόνια βιωσιμότητα, αντί για το βραχυπρόθεσμο κέρδος. Ας ενδυναμώσουμε τους λαούς μας, ώστε να συμμετέχουν ενεργά στη διακυβέρνηση, αντί να αποδέχονται τα πάντα, ως παθητικοί δέκτες. Τώρα είναι η ευκαιρία, διότι υπάρχει ανά την υφήλιο συνείδηση των κοινών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, είτε αυτά αφορούν στο περιβάλλον, είτε στην απασχόληση ή στα ενεργειακά. Στην ημερήσια διάταξη όλων, βρίσκονται πανομοιότυπα θέματα, αν όχι ακριβώς τα ίδια.
Μας χαρακτηρίζει, όμως, και μια αίσθηση ανεπαρκούς ενδυνάμωσης απέναντι στα παγκόσμια προβλήματα, όμως, και σε αυτό, το κίνημά μας αποδεικνύεται σημαντικό, όντας παγκόσμιας εμβέλειας.
Αυτή είναι η προστιθέμενη αξία του κινήματός μας, η ζωτική προστιθέμενη αξία σε αυτή την ιστορική συγκυρία, ώστε η ημερήσια διάταξη τοπικής, περιφερειακής ή και εθνικής εμβέλειας, να γίνει παγκόσμια, με στόχο την εξεύρεση λύσεων, αλλά και έναν διαφορετικό κόσμο, με ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτή είναι μια πρόκληση, στην οποία πιστεύω ότι μπορούμε να ανταποκριθούμε επάξια.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Primeminister
Σημ.axinosp:Έχει λυσάξει ο Παπανδρέου με την Παγκόσμια Διακυβέρνηση, την οποία αναφέρει σε κάθε ομιλία του στο εξωτερικό. Φυσικά τα ευχαριστήρια στους Αμερικάνους αποτελούν παράδοση με πρώτο το Σημίτη μετά τα Ίμια και τώρα τον GAP που λιβανίζει τον Ομπάμα όπου βρεθεί και όπου σταθεί.
Ο Παπανδρέου προεκλογικά τις αναφορές του, για παγκόσμια διακυβέρνηση τις έκρυβε επιμελώς , όχι ότι δεν τις είχε σαν ΠΑΣΟΚ, αλλά σε καμία ομιλία η συνέντευξη, δεν γίνεται αναφορά προεκλογικά γιατί μάλλον θα του στοίχιζε την εκλογή του .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα προτιμούσα να μην αφήνετε σχόλια χωρίς όνομα, βάλτε ένα όνομα ψευδώνυμο αρκεί να μην εμφανίζεται η γελοία περίπτωση ο/η Ανώνυμος