Η απορρόφηση από την Τράπεζα Πειραιώς του υγιούς ενεργητικού της Αγροτικής Τράπεζας δεν είναι μια πράξη μεμονωμένη. Εντάσσεται σε μια συνολικότερη αλλαγή της μορφολογίας του εγχώριου τραπεζικού συστήματος υπό συνθήκες χρεοκοπίας. Το πρόβλημα δεν είναι απλά ότι κλείνει μια κρατική τράπεζα υπέρ μιας ιδιωτικής, ούτε μια ειδικού σκοπού υπέρ μιας εμπορικής. Ούτε βέβαια το πρόβλημα βρίσκεται απλά στην ενίσχυση των τάσεων για μονοπώληση στον τομέα των τραπεζών. Όλα αυτά είναι σωστά ως αιτιάσεις, αλλά δεν αφορούν στην ουσία του προβλήματος, δηλαδή στον χαρακτήρα του τραπεζικού συστήματος, όπως αυτός διαμορφώνεται σήμερα.
Η ουσιαστική κατάργηση της Αγροτικής συνδέεται αφενός με αντίστοιχες κινήσεις προς το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, αλλά και προς την Εμπορική Τράπεζα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει ζητήσει την ανακεφαλαιοποίηση της Emporiki Bank από την Credit Agricole πριν πωληθεί σε μια από τις ενδιαφερόμενες ελληνικές τράπεζες, είπε την Παρασκευή (3/8) υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή στο Reuters. Το ΤΧΣ, που έχει διαθέσει ήδη 18 δισ. ευρώ στις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες, θέλει να αποφύγει να διαθέσει κεφάλαια στην Emporiki μετά την πώλησή της, είπε η πηγή. «Το ΤΧΣ έχει θέσει τέσσερα ελάχιστα κριτήρια για να γίνει η πώληση, το κύριο είναι να πουληθεί ανακεφαλαιοποιημένη και χωρίς χρηματοδοτικό κενό», δήλωσε το τραπεζικό στέλεχος που ζήτησε να μην κατονομαστεί.
Το ενδεχόμενο εξαγοράς της Εμπορικής εξετάζει και η Eurobank, όπως επιβεβαίωσε, σημειώνοντας ωστόσο πως δεν έχει υποβάλει μέχρι στιγμής πρόταση εξαγοράς. Νωρίτερα, και η Εθνική Τράπεζα είχε σημειώσει πως «παρακολουθεί τις εξελίξεις» σχετικά με την Εμπορική, αλλά δεν έχει υποβάλει μέχρι στιγμής δεσμευτική προσφορά. Τέλος, η Alpha έχει ήδη επιβεβαιώσει πως υπέβαλε πρόταση για εξαγορά του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου της Εμπορικής. Σε ανακοίνωσή της την Τετάρτη, μετά από ερώτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η Eurobank, ανέφερε πως «ενημερώνει το επενδυτικό κοινό ότι εξετάζει το ενδεχόμενο εξαγοράς της Εμπορικής Τράπεζας και δεν έχει καταθέσει πρόταση εξαγοράς της».
Νωρίτερα, η πλευρά της Εθνικής Τράπεζας, επίσης μετά από ερώτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε συνέχεια δημοσιευμάτων, ανέφερε πως συνεχίζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς μέχρι σήμερα να έχει υποβάλει δεσμευτική προσφορά. «Η Εθνική Τράπεζα θα ενημερώνει άμεσα το επενδυτικό κοινό σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ισχύον κανονιστικό πλαίσιο» καταλήγει η ανακοίνωση.
Υπενθυμίζεται πως την Τρίτη, η Alpha Bank είχε ανακοινώσει με επιστολή της στο Χρηματιστήριο πως υπέβαλε πρόταση στην Credit Agricole για την εξαγορά του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου της Εμπορικής Τράπεζας.
Επομένως, έχουμε να κάνουμε με μια ευρύτερη ανασύνταξη των εγχώριων τραπεζών, όπου ο έλεγχος του χώρου περνά σχεδόν αποκλειστικά σε εκείνα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι πιο ανοιχτά στους διεθνείς κερδοσκοπικούς κύκλους. Στόχος αυτής της ανασύνταξης είναι να κυριαρχήσουν απόλυτα οι τέσσερεις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες, Εθνική, Alpha Bank, Eurobank, Πειραιώς. Τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση.
Τι το ιδιαίτερο έχουν αυτές οι τράπεζες; Αποτελούν την τραπεζική βιτρίνα μιας πολύ ιδιαίτερης συγχώνευσης οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων ανάμεσα σε ιδιώτες επενδυτές, φυσικά πρόσωπα, οικογένειες και θεσμικούς του εσωτερικού και του εξωτερικού. Στην Εθνική τα Νομικά Πρόσωπα του εξωτερικού κατέχουν κοντά στο 27% της μετοχικής σύνθεσης, ενώ οι ιδιώτες επενδυτές εσωτερικού, φυσικά πρόσωπα και θεσμικοί, κατέχουν σχεδόν το 47% της μετοχικής σύνθεσης. Στην Alpha Bank η οικογένεια Κωστόπουλου κρατά το 9%, οι θεσμικοί επενδυτές του εσωτερικού το 10%, οι θεσμικοί του εξωτερικού το 24%, ενώ το υπόλοιπο 57% διακινείται σε ιδιώτες επενδυτές. Στην Eurobank κυριαρχεί ο όμιλος EFG της οικογένειας Λάτση, ο οποίος κατέχει σχεδόν το 45% της μετοχικής σύνθεσης της τράπεζας, άλλα νομικά πρόσωπα κυρίως του εξωτερικού κατέχουν το 8,5%, ενώ οι θεσμικοί επενδυτές κοντά στο 17%. Τέλος στην Πειραιώς το αλισβερίσι στην μετοχική σύνθεση της τράπεζας είναι ακόμη πιο μπλεγμένο. Οι ξένοι θεσμικοί κατέχουν πάνω από 30%, ενώ οι θεσμικοί του εσωτερικού σχεδόν το 5%. Οι ιδιώτες επενδυτές κατέχουν το 37% εκ των οποίων η οικογένεια Βαρδινογιάννη κοντά στο 5%, ο Σάλλας το 1,4%, όσο περίπου και ο Αγγελόπουλος. Τέλος, η συμμετοχή ιδιωτικών εταιρειών ανέρχεται στο 26,7%, εκ των οποίων οι εταιρείες του ομίλου έχουν το 2%. Στην μετοχική σύνθεση έχει μερίδιο η γνωστή αμαρτωλή ΔΕΚΑ με 1,3% και η ΑΤΕ με 2%.
Τι παρατηρεί κανείς; Η μετοχική σύνθεση αυτών των τραπεζών είναι ένας κυκεώνας υπόγειων διαδρομών ανάμεσα στα μεγάλα τζάκια του εσωτερικού και γνωστά ή λιγότερο γνωστά επενδυτικά κεφάλαια του εξωτερικού (θεσμικοί επενδυτές, offshore, funds, κοκ) που ειδικεύονται σε χρηματιστικά παιχνίδια άγριας κερδοσκοπίας. Στην μετοχική σύνθεση αυτών των τραπεζών θα τους βρούμε σχεδόν όλους. Από τα συμφέροντα του Μαρκ Μόμπιους της Templeton, έως τους κολοσσούς της διατραπεζικής απάτης Morgan Stanley, Merrill Lynch, Goldman Sachs και πάει λέγοντας. Πρόκειται για μετόχους που κατέχουν φαινομενικά μικρά, ή και ασήμαντα ποσοστά, τα οποία όμως μεταφράζονται σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ, όπως επίσης και άλλους επώνυμους και μη θεσμικούς, ή και στρατηγικούς επενδυτές, οι οποίοι παραμένουν άγνωστοι. Και μάλιστα σχεδόν το σύνολο αυτών των μετόχων διαχέονται και στις τέσσερεις τράπεζες με διάφορους τύπους και βιτρίνες. Είναι δύσκολο να βρει κανείς πιο τυχοδιωκτική και κερδοσκοπική μετοχική σύνθεση, τουλάχιστον στον αποκαλούμενο ανεπτυγμένο κόσμο.
Η μετοχική σύνθεση αυτή ταιριάζει απόλυτα σε τράπεζες που δεν προσδοκούν να επενδύσουν στην ανάκαμψη της οικονομίας, ούτε στην διαχείριση δανείων και καταθέσεων, αλλά στην κερδοσκοπία με το ξέπλυμα και την εξαγωγή κεφαλαίου, με την ρευστοποίηση στοιχείων του ενεργητικού, με τη συμμετοχή στις ιδιωτικοποιήσεις και το γενικό ξεπούλημα της χώρας, με τις αθρόες τιτλοποιήσεις και μάλιστα υψηλού ρίσκου, καθώς και με ποικίλα χρηματιστικά παιχνίδια εντός και εκτός Ελλάδας, που αφορούν κυρίως στην βιομηχανία πλυντηρίου μαύρου επιχειρηματικού, πολιτικού και εγκληματικού χρήματος στο τρίγωνο Ευρώπη-Βαλκάνια-ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, χωρίς να χάνει τον τοκογλυφικό και σαράφικο χαρακτήρα του, προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Ο «τραπεζικός χάρτης» ξαναγράφεται, με τους βασικούς μετόχους και τους ανθρώπους που έχουν τη δύναμη, κατ' αρχήν με τις μετοχές που κατέχουν, να επηρεάσουν την πορεία των πραγμάτων, να αναδειχθούν σε «πόλους» ευρύτερων κεφαλαιακών συσπειρώσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ώστε να διεκδικήσουν μερίδιο από το πλιάτσικο. Στα πλαίσια αυτά δεν υπάρχει χώρος για κρατικές τράπεζες, έστω και για δήθεν, ούτε για αμιγώς τραπεζικά ιδρύματα, όπως είναι η Εμπορική με την Credit Agricole. Χρειάζονται τράπεζες πολύ πιο ευέλικτες και προσαρμοσμένες απόλυτα στα παιχνίδια της χρηματιστικής αγυρτείας.
Η ελληνική οικονομία, ο έλληνας καταθέτης, αν και είδος υπό εξαφάνιση, και γενικά η χώρα παραδίδεται στο πιο κερδοσκοπικό ιδιωτικό τραπεζικό καρτέλ που υπήρξε ποτέ σ’ αυτόν τον τόπο. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να γίνουν τα μεγάλα παιχνίδια με την εκποίηση της χώρας και του λαού της; Πώς αλλιώς θα εξασφάλιζαν προνομιακή μεταχείριση και τραπεζική προστασία οι επενδυτές-γύπες που υπό την κάλυψη του ευρώ γυροφέρνουν το κουφάρι της ελληνικής οικονομίας;
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια οφείλουμε να δούμε την «εξαγορά» της Αγροτικής από την Πειραιώς. Βέβαια, δεν υπήρξε κανενός είδους «εξαγορά», απλά μεταβιβάστηκε το υγιές τμήμα της ΑΤΕ στην Πειραιώς με τελείως αυθαίρετη απόφαση της Τραπέζης της Ελλάδος και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. «Δεν πουλήθηκε τίποτα. Μεταφέρθηκαν περιουσιακά στοιχεία, τα υγιή» απάντησε ο Γ. Προβόπουλος στην επιτροπή της Βουλής στις 3/8. «Τις συνέργειες θα τις καρπωθεί το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο βασικός μέτοχος. Η Τράπεζα Πειραιώς, θα μπορούσε να δώσει και μηδέν τίμημα…» συμπλήρωσε ο Διοικητής της ΤτΕ. «Η Τράπεζα Πειραιώς είναι ιδιωτική μονάχα κατ' όνομα, καθώς ελέγχεται απ' το Δημόσιο, αν και το μάνατζμεντ είναι ιδιωτικό» συμπλήρωσε από πλευράς του ο Γ. Στουρνάρας.
Εδώ ο Στουρνάρας επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά το όνομά του. Από πού κι ως πού η Τράπεζα Πειραιώς ελέγχεται από το δημόσιο; Επειδή δήθεν ο βασικός μέτοχος μετά την ανακεφαλαιοποίηση είναι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Μόνο που το ΤΧΣ δεν είναι ελληνικό δημόσιο, αλλά μηχανισμός της τρόικας. Σύμφωνα με τον νόμο, στο ΤΧΣ η «κεφαλαιακή ενίσχυση παρέχεται μέσω συμμετοχής του Ταμείου σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος με την έκδοση κοινών μετοχών ή υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών.» Οι κοινές μετοχές αυτές δεν είναι μετά ψήφου, δεν είναι διαπραγματεύσιμες στην αγορά, ούτε καν εισπράττουν μέρισμα από τις οικονομικές χρήσεις της τράπεζας. Αντίθετα, για μία διετία που θα διακρατήσει τις μετοχές το ΤΧΣ δεν θα εισπράξει το παραμικρό έσοδο, ελπίζοντας πως όταν τελικά θα βγει στην αγορά να πουλήσει τις μετοχές (σε δύο χρόνια) θα βρεθεί αγοραστής. Και όχι μόνο θα βρεθεί αγοραστής, αλλά θα είναι πρόθυμος και να καταβάλει κάτι παραπάνω σε σχέση με την τιμή κτήσης των μετοχών από το δημόσιο. Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι.
Άλλωστε, το είχε ξεκαθαρίσει από τον Φεβρουάριο ο κ. Βενιζέλος λέγοντας στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ (1/2): «Εμείς δεν θέλουμε [με την έκδοση των κοινών μετοχών] να κρατικοποιήσουμε τις τράπεζες και να τις μετατρέψουμε σε ΔΕΚΟ, θέλουμε ανταγωνιστικές τράπεζες», προσθέτοντας ότι θα προτιμούσε να είχε γίνει η ανακεφαλαιοποίησή τους μέσω του EFSF ώστε να μην καταγραφούν τα 40 δισ. ευρώ που απαιτούνται για τη στήριξή τους ως δημόσιο χρέος. Βέβαια, από τότε έως σήμερα τα 40 δις ευρώ κεφαλαιακή ενίσχυση έχουν μετατραπεί σε 50 δις ευρώ, αλλά ποιος νοιάζεται; Το μόνο που άλλαξε είναι ότι την τότε προτίμηση του κ. Βενιζέλου, την έκανε δική του πρόταση ο κ. Τσίπρας.
Επομένως, η συμμετοχή του ΤΧΣ στη μετοχική σύνθεση μιας τράπεζας δεν αλλάζει ούτε το ιδιοκτησιακό της καθεστώς, ούτε το ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ούτε καν το ποιος διαχειρίζεται τα κεφάλαια που έχει φορτωθεί μέσω του δημόσιου χρέους ο έλληνας φορολογούμενος. Απλά, ο κ. Στουρνάρας ασκείται ως συνήθως στο γνωστό του άθλημα: την εκ πεποιθήσεως μπουρδολογία αναλόγως περίστασης.
Ο κ. Προβόπουλος, από την άλλη, ξεκαθάρισε ότι την πρωτοβουλία για το κλείσιμο της ΑΤΕ μπορεί να την έλαβε η Τράπεζα της Ελλάδας, αλλά στην πραγματικότητα ξεκίνησε από την τρόικα είτε μέσω του ΤΧΣ, είτε απευθείας. «Η ανακεφαλαιοποίηση της ΑΤΕ δεν ήταν εφικτή. Διότι σύμφωνα με το Μνημόνιο, η ανακεφαλαιοποίηση δεν θα μπορούσε να γίνει με κεφάλαια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, επειδή η τράπεζα δεν είναι βιώσιμη,» είπε ο κ. Προβόπουλος στην επιτροπή της Βουλής. Κι αυτό θέλουν να το ξεχνάνε όσοι ασκούν αντιπολίτευση επικεντρώνοντας αυστηρά στο πρόσωπο της σημερινής συγκυβέρνησης. Αντίθετα, η διάλυση της ΑΤΕ και η απορρόφησή της από την Πειραιώς συνιστά λογική απόρροια του καθεστώτος της τρόικας και της πολιτικής ανακεφαλαιοποιήσεων που ακολουθεί ολόκληρο το ευρωσύστημα. Ειδικά τώρα που θα γίνεται υπό την εποπτεία ευρωπαϊκών οργάνων – όπως αποφάσισε η σύνοδος κορυφής της 29ης Ιουνίου – μακριά από την δικαιοδοσία των κυβερνήσεων και προπαντός των εθνικών κοινοβουλίων.
Ένα άλλο ζήτημα που επίσης θέλουν να ξεχνούν όλοι είναι το γεγονός ότι υπάρχει ένα σοβαρό θέμα με το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Το σύνολο του, ως υφίσταται σήμερα, δεν είναι βιώσιμο υπό κανένα καθεστώς και αυτό γίνεται φανερό από τον παρακάτω πίνακα.
Τα δάνεια ρευστότητας από την ΕΚΤ διαμέσου της Τραπέζης της Ελλάδος προς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχουν εκτιναχθεί από το 2009 και κατόπιν. Όμως η αυξημένη αυτή ρευστότητα δεν ήταν αρκετή. Γι’ αυτό και ενεργοποιήθηκε ο ELA
Παροχή ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα (υπόλοιπα σε δις ευρώ)
| ||||||
2007
|
2008
|
2009
|
2010
|
2011
|
2012*
| |
1. Δάνεια προς ΝΧΙ
|
10,3
|
41,6
|
50,8
|
98,9
|
78,1
|
80,2
|
2. ELA
|
1,6
|
1,5
|
1,8
|
1,9
|
54,4
|
48,7
|
3. Σύνολο (1+2)
|
11,9
|
43,1
|
52,6
|
100,8
|
132,5
|
128,9
|
4. Καταθέσεις Επιχειρήσεων και Νοικοκυριών (ταμιευτηρίου και προθεσμίας)
|
172,1
|
205,4
|
211,2
|
186,7
|
154,5
|
148,7
|
5. % του 3 στο 4
|
6,9
|
21,0
|
24,9
|
54,0
|
85,8
|
86,7
|
6. Χρηματοδότηση εγχώριου ιδιωτικού τομέα
(υπόλοιπα έτους)
|
215,4
|
249,6
|
249,6
|
257,8
|
248,5
|
245,1
|
7. % του 3 στο 6
|
5,5
|
17,3
|
21,1
|
39,1
|
53,3
|
52,6
|
8. Ετήσια ροή χρηματοδότησης εγχώριου ιδιωτικού τομέα
|
38,5
|
34,1
|
10,2
|
-
|
-8,1
|
-2,9
|
ΠΗΓΗ: Τράπεζα της Ελλάδος, * Πρώτο τρίμηνο.
|
(Emergency Liquidity Assistance) για πρόσθετη παροχή ρευστότητας προς τις εγχώριες τράπεζες. Πώς έγινε αυτό, μόνο η ΕΚΤ και η ΤτΕ γνωρίζουν. Το 2011 ο ELA ξεπέρασε τα 54 δις ευρώ, ενώ τον Φεβρουάριο του 2012 ξεπέρασε τα 109 δις ευρώ, εξαντλώντας κάθε δυνατότητα πρόσθετης χορήγησης ρευστότητας. Γι’ αυτό και τέθηκε ζήτημα ανακεφαλαιοποίησης των εγχώριων τραπεζών με πρόσχημα τις ζημιές από το «κούρεμα» των ομολόγων. Πρώτη δόση μέσα στον Μάιο φέτος ύψους 18 δις ευρώ και αναμένεται να δοθούν άλλα 32 δις ευρώ έως το τέλος του έτους.
Που πήγε όλη αυτή η πρόσθετη ρευστότητα; Μήπως χρηματοδότησε τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα; Ούτε κατά διάνοια. Αντίθετα, τα χρόνια της υφεσιακής έκρηξης, όπου η συνολική πρόσθετη ρευστότητα ξεπέρασε τα 100 δις ευρώ ετήσια, η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε και συνεχίζεται να μειώνεται με αυξανόμενους ρυθμούς.
Αισίως οι ενέσεις ρευστότητας έχουν ξεπεράσει το 85% της συνολικής καταθετικής βάσης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, που σημαίνει ότι οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι καθαρά εικονικές. Δεν υπάρχουν. Η ρευστότητα των τραπεζών συντηρεί ως ένα βαθμό τον πρόσθετο δανεισμό του κράτους (γύρω στα 15 δις ευρώ), ενώ τα υπόλοιπα πηγαίνουν να καλύψουν μαύρες τρύπες στο ενεργητικό τους. Κυρίως τα κενά που δημιουργούν τα μη ενήμερα δάνεια, δηλαδή τα δάνεια που δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν και τα οποία απ’ ό,τι φαίνεται έχουν πλέον ξεπεράσει το 50% της συνολικής χρηματοδότησης του εγχώριου ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες, νοικοκυριά).
Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι οι εγχώριες τράπεζες είναι ήδη πτωχευμένες και επιβιώνουν απλά και μόνο με ενέσεις ρευστότητας. Αν πάρει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι το 63% των ενεργητικών τους είναι χορηγήσεις, δηλαδή δάνεια προς το δημόσιο και κυρίως προς τον ιδιωτικό τομέα, η κατάσταση αυτή θα επιδεινωθεί. Οι εγχώριες τράπεζες στηρίχθηκαν περισσότερο στις χορηγήσεις, δηλαδή στην παροχή δανείων, σε σύγκριση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, όπου οι χορηγήσεις αντιστοιχούν στο 54% κατά μέσο όρο των τραπεζικών ενεργητικών. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων και η συντριβή της εσωτερικής αγοράς προδικάζει ότι ακόμη περισσότερα δάνεια θα πάψουν να εξυπηρετούνται δημιουργώντας πρόσθετα προβλήματα ρευστότητας.
Αυτό πρέπει να αλλάξει. Έτσι αποφάσισε η τρόικα και η ευρωζώνη. Ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των υγιών στοιχείων των ενεργητικών του τραπεζικού συστήματος θα συγκεντρωθούν σε λίγες τράπεζες, σ’ εκείνες τις τράπεζες που από μεριάς ιδιοκτησιακού και ενεργητικού είναι περισσότερο διεθνοποιημένες και περισσότερο ανοιχτές στις αγορές τίτλων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο τραπεζικός τομέας θα μονοπωληθεί από καταρχήν τέσσερις και αργότερα ακόμη λιγότερες ιδιωτικές κερδοσκοπικές τράπεζες, οι οποίες θα μπορέσουν να επιβιώσουν – αν μπορέσουν τελικά – με ρευστοποιήσεις στοιχείων του ενεργητικού, τιτλοποιήσεις, ανοίγματα στις αγορές ακινήτων και χρήματος, κοκ. Οι τράπεζες αυτές όχι μόνο θα συγκεντρώσουν τις ανακεφαλαιοποιήσεις σε βάρος του δημόσιου χρέους, αλλά και θα λειτουργήσουν περισσότερο ως τραπεζικές βιτρίνες επενδυτικών κεφαλαίων και θεσμικών επενδυτών κυρίως από το εξωτερικό.
Επομένως το κεντρικό ζήτημα που αναδεικνύουν οι εξελίξεις είναι ένα: τι σόι τραπεζικό σύστημα χρειαζόμαστε σαν οικονομία. Το θέμα δεν είναι η διασφάλιση των θέσεων εργασίας των εργαζομένων στις τράπεζες. Αυτές έτσι ή αλλιώς θα χαθούν. Η νέα τραπεζική γεωγραφία απαιτεί δραστική περικοπή δικτύων και θέσεων εργασίας. Όταν θα ολοκληρωθεί η μετάβαση, οι θέσεις εργασίας στον τραπεζικό τομέα θα έχουν περιοριστεί στο μισό.
Επομένως το πρόβλημα δεν είναι αν απολυθούν ή όχι οι εργαζόμενοι της Αγροτικής. Η μάχη δεν μπορεί να εστιαστεί εκεί. Ακόμη κι αν διασφαλιστούν οι θέσεις τους, θα είναι μόνο προσωρινά και μόνο μέχρι την επόμενη ανακεφαλαιοποίηση από την τρόικα και το ΤΧΣ.
Το ερώτημα είναι τι είδους τράπεζες χρειαζόμαστε. Ένα τραπεζικό σύστημα που βασίζεται σε επενδυτικές εμπορικές τράπεζες, ή σε αναπτυξιακούς τραπεζικούς βραχίονες που χρηματοδοτούν συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας ώστε να ενισχυθούν συγκεκριμένοι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας με στόχο την άνοδο της σταθερής απασχόλησης και των εισοδημάτων.
Για να μπορέσει να επιβιώσει η ελληνική οικονομία χρειάζεται το δεύτερο και όχι τράπεζες του χρηματιστικού τζόγου. Αυτό θα πρέπει να είναι το κύριο και βασικό μέτωπο των εργαζομένων όχι μόνο στην Αγροτική, αλλά και γενικότερα.
Το πρόβλημα με την Αγροτική είναι ότι κρίθηκε μη βιώσιμη με κριτήρια που αφορούν στις ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες και όχι με κριτήρια που αφορούν σε μια αναπτυξιακή τράπεζα. Στην ομιλία του στην επιτροπή της Βουλής ο κ. Προβόπουλος είπε: «Σήμερα, που η χώρα αναζητά μέσα από οδυνηρές θυσίες 11,5 δις ευρώ, αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία του μεγέθους μιας τόσο παραπλήσια μεγάλης ζημιάς της Αγροτικής. Μιας τράπεζας που έχει άλλωστε παύσει να είναι «αγροτική», αφού μόνο το 13% των χορηγήσεων κατευθύνονται στους αγρότες και τους Συνεταιρισμούς. Θα ήθελα εδώ να προσθέσω ότι ακόμη και αν αγνοήσουμε τη χρήση του 2011, που εκτάκτως επιβαρύνθηκε λόγω PSI, τα σωρευτικά κέρδη της ΑΤΕ στην περίοδο 1997-2010, μόλις φθάνουν τα 190 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, σε ολόκληρη τη «χρυσή περίοδο», η τράπεζα, παρά τις ισχυρές κεφαλαιακές ενέσεις των 4 δις ευρώ, είχε οριακά θετικό αποτέλεσμα, ουσιαστικά μηδενικό. Στην ίδια περίοδο, η Εθνική Τράπεζα κατάφερε να έχει κέρδη 5,3 δις ευρώ, η Alpha Bank 4 δις ευρώ, η Eurobank 3,5 δις ευρώ και η Πειραιώς 1,7 δις ευρώ. Γεγονός που υποδηλώνει και την μεγάλη διαφορά κερδοφορίας μεταξύ των τεσσάρων και της ΑΤΕ. Μετά από όλα αυτά θα μπορούσε άραγε η ΑΤΕ να θεωρηθεί ως «πηγή ευημερίας του ελληνικού λαού»;
Θα παραθέσω επίσης και μερικά άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
• Η ΑΤΕ για τις θυγατρικές της είχε επενδύσει 1,2 δις ευρώ και σήμερα, ύστερα από αλλεπάλληλες απομειώσεις και διαγραφές, έχουν απομείνει 156 εκατ. ευρώ. Έχασε δηλαδή πάνω από 1 δις ευρώ ή το 85% της αξίας των θυγατρικών της.
• Παρά την εμφανή αδυναμία της στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων, η Αγροτική προχώρησε σε μαζικές τοποθετήσεις σε υψηλού κινδύνου προϊόντα, με τις ζημίες από συναλλαγές σε παράγωγα να ανέρχονται σε 285 εκατ. ευρώ την τριετία 2009-2011.
• Ως αποτέλεσμα των δανείων που είχε χορηγήσει με ελαστικά κριτήρια, η ΑΤΕ πραγματοποίησε διαγραφές ύψους 2,5 δις ευρώ στην τελευταία 10ετία.»
Θα παραθέσω επίσης και μερικά άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
• Η ΑΤΕ για τις θυγατρικές της είχε επενδύσει 1,2 δις ευρώ και σήμερα, ύστερα από αλλεπάλληλες απομειώσεις και διαγραφές, έχουν απομείνει 156 εκατ. ευρώ. Έχασε δηλαδή πάνω από 1 δις ευρώ ή το 85% της αξίας των θυγατρικών της.
• Παρά την εμφανή αδυναμία της στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων, η Αγροτική προχώρησε σε μαζικές τοποθετήσεις σε υψηλού κινδύνου προϊόντα, με τις ζημίες από συναλλαγές σε παράγωγα να ανέρχονται σε 285 εκατ. ευρώ την τριετία 2009-2011.
• Ως αποτέλεσμα των δανείων που είχε χορηγήσει με ελαστικά κριτήρια, η ΑΤΕ πραγματοποίησε διαγραφές ύψους 2,5 δις ευρώ στην τελευταία 10ετία.»
Δεν θα ασχοληθούμε με την υποκριτική και μονομερή ευαισθησία του κ. Προβόπουλου που ανακάλυψε ότι ολόκληρο το πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος συνίσταται στην Αγροτική, αλλά όχι στην μετατροπή σε δημόσιο χρέος του ανοίγματος των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών, είτε μέσα από τις εγγυήσεις του δημοσίου, είτε μέσα από τον μηχανισμό των ανακεφαλαιοποιήσεων. Θα μείνουμε μόνο στις αιτιάσεις που κάνει: Η Αγροτική έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι «αγροτική» μιας και μόλις το 13% των χορηγήσεών της αφορά στον αγροτικό τομέα. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην μετατροπή της σε Α.Ε. το 1991, ώστε και τυπικά να λειτουργεί όπως οι άλλες εμπορικές τράπεζες. Ποιος θα λογοδοτήσει γι’ αυτό και για την πολιτική δανεισμού; Ποιος θα λογοδοτήσει για την απομείωση της αξίας των θυγατρικών της; Ποιος θα λογοδοτήσει για τις μαζικές τοποθετήσεις σε υψηλού κινδύνου προϊόντα το 2009-2011; Ποιος ή ποιοι κρύβονται πίσω από αυτές τις αποφάσεις και κινήσεις;
Το πρώτο λοιπόν αίτημα που θα έπρεπε να υπάρξει είναι η δημόσια εκκαθάριση της Αγροτικής. Όχι «ειδική εκκαθάριση» με επίτροπο της Τραπέζης της Ελλάδος, αλλά δημόσια εκκαθάριση από ανεξάρτητους εκτιμητές με την άμεση συμμετοχή των εργαζομένων, αλλά και υπό την άμεση εποπτεία της οικείας επιτροπής της Βουλής. Μέχρι να αποτυπωθεί ολόκληρος ο μηχανισμός ροής χρηματοδοτήσεων και τοποθετήσεων της Αγροτικής και μάθουμε ποιος ευθύνεται για την κατάσταση της τράπεζας, δεν θα γίνει καμιά κίνηση. Πρώτα θα μάθουν όλοι οι έλληνες πολίτες ποια είναι η αληθινή κατάσταση της τράπεζας, ποιοι θα πρέπει να λογοδοτήσουν για την κατάσταση και έπειτα θα δούμε τι πρέπει να γίνει.
Αυτά τα περί μυστικότητας του κ. Προβόπουλου, του κ. Στουρνάρα και της συμμορίας τους είναι εκ του πονηρού. Η μυστικότητα βολεύει μόνο την συγκάλυψη της βρωμιάς και την παροχή ασυλίας στους πρώτα και κύρια πολιτικά υπεύθυνους για την διασπάθιση του χρήματος.
Όσο για τους αγρότες τα πράγματα είναι απλά: ας πάνε να πνιγούν. Ειδική νομοθετική πρωτοβουλία προωθεί το υπουργείο Οικονομικών για τα μη ενήμερα δάνεια με ενέχυρο αγροτική γη της Αγροτικής Τράπεζας που δεν θα μεταβιβαστούν στην Τράπεζα Πειραιώς, όπως ανακοίνωσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας, απαντώντας στη Βουλή σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΚΚΕ Ν. Καραθανασόπουλου. Προσέξτε: μόνο τα μη ενήμερα δάνεια με ενέχυρο αγροτική γη που δεν θα μεταβιβαστούν στην Τράπεζα Πειραιώς. Με τα ενήμερα που θα γίνουν μη ενήμερα και θα είναι υπό την κηδεμονία της Πειραιώς, τι θα γίνει; Ο κ. Σταϊκούρας διευκρίνισε ότι «για τα ενήμερα δάνεια, σύμφωνα με τα ισχύοντα, οι υποθήκες αποτελούν παρεπόμενα διασφαλιστικά δικαιώματα των δανείων, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του φορέα». Με λίγα λόγια τα δάνεια των αγροτών με εγγύηση τη γη τους θα αντιμετωπιστούν όπως όλα τα άλλα εμπορικά δάνεια.
«Τι θα γίνει αν κάποια απ' τα δάνεια καταστούν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά; Και τι θα γίνει αν εξαγοραστεί η Πειραιώς από κάποια ξένη τράπεζα, όταν ξέρουμε πως η γη είναι εθνικό κεφάλαιο;» ρώτησε ο Γ.Καρασμάνης (ΝΔ) στην επιτροπή της Βουλής. «Τι θα γίνει δηλαδή; Θα πάρει την αγροτική γη, θα την τεμαχίσει και θα την πουλήσει έξω;» απάντησε ο Γ. Στουρνάρας. Με τέτοια επιχειρήματα καφενείου απαντούσε ο υπουργός οικονομικών στην επιτροπή της Βουλής για να φανερώσει για μια ακόμη φορά το ποιόν του ανθρώπου και το επίπεδό του.
«Δεν μπορώ να πω πως η ΑΤΕ συνέβαλε στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, ο οποίος έχει συρρικνωθεί στο 3% του ΑΕΠ. Αυτός μπορεί να ανέβει, αλλά με μια διαφορετική πολιτική που θα στηρίζεται στην επιχειρηματικότητα» σημείωσε επίσης ο Γ. Στουρνάρας στην επιτροπή της Βουλής. «Στην Ισπανία και την Γερμανία, όσες τράπεζες ειδικού σκοπού υπάρχουν, θεωρούνται αδύναμες» συμπλήρωσε από πλευράς του ο κος Προβόπουλος.
Δεν περιμέναμε να ξέρει ο Στουρνάρας και ο Προβόπουλος τι σημαίνει και τι απαιτεί η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Όμως αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε γιατί ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα. Ένας ειδικός οργανισμός γεωργικών και γενικά αγροτικών πιστώσεων ήταν αίτημα που υπήρχε από την εποχή του Καποδίστρια. Το 1891 η ελληνική κυβέρνηση έφτασε πολύ κοντά στην απόσπαση των γεωργικών και αγροτικών πιστώσεων από τις εμπορικές τράπεζες, που λειτουργούσαν ως κοινοί τοκογλύφοι απέναντι στους αγρότες. Αυτό δεν έγινε δυνατό, λόγω της αντίδρασης των ιδιωτικών εμπορικών τραπεζών, κυρίως της Εθνικής Τράπεζας, που λειτουργούσε επίσης και ως δανειστής του κράτους, αλλά και μεσάζοντας των ξένων δανειστών. Η χρεοκοπία του 1897 και η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (1898) απέτρεψε κάθε συζήτηση για δημιουργία Γεωργικής ή Αγροτικής Τράπεζας.
Δεν περιμέναμε να ξέρει ο Στουρνάρας και ο Προβόπουλος τι σημαίνει και τι απαιτεί η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Όμως αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε γιατί ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα. Ένας ειδικός οργανισμός γεωργικών και γενικά αγροτικών πιστώσεων ήταν αίτημα που υπήρχε από την εποχή του Καποδίστρια. Το 1891 η ελληνική κυβέρνηση έφτασε πολύ κοντά στην απόσπαση των γεωργικών και αγροτικών πιστώσεων από τις εμπορικές τράπεζες, που λειτουργούσαν ως κοινοί τοκογλύφοι απέναντι στους αγρότες. Αυτό δεν έγινε δυνατό, λόγω της αντίδρασης των ιδιωτικών εμπορικών τραπεζών, κυρίως της Εθνικής Τράπεζας, που λειτουργούσε επίσης και ως δανειστής του κράτους, αλλά και μεσάζοντας των ξένων δανειστών. Η χρεοκοπία του 1897 και η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (1898) απέτρεψε κάθε συζήτηση για δημιουργία Γεωργικής ή Αγροτικής Τράπεζας.
Τελικά η Αγροτική Τράπεζα ιδρύθηκε το 1929 μετά από σύμβαση του κράτους με την Εθνική Τράπεζα απ’ όπου αποσπάστηκαν οι γεωργικές πιστώσεις.
Σε ποια κατάσταση απάντησε η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας την εποχή εκείνη; Μας την περιγράφει παραστατικά ο βουλευτής Σερρών των φιλελευθέρων, Σωκράτης Ανθρακόπουλος, ο οποίος έλεγε ότι «…η Εθνική Τράπεζα συνεκέντρωσε την περισσοτέραν στοργήν της εις το εμπόριον και την τοκογλυφίαν, καταστήσασα τον μικρόν παραγωγόν της Πελοποννήσου υπόδουλον της τοκογλυφίας, διότι εδάνειζε τους μεγάλους και δεν εβοήθει τους μικρούς, οίτινες ηνηγκάζοντο εις την διάλυσιν της μικροϊδιοκτησίας των και εις την μετανάστευσιν. Με την τακτικήν αυτήν εδημιουργήθηκαν κατά τόπους προνομιούχοι κομματάρχαι και συνεπώς η τοκογλυφία οφείλει την αναπτυξίν της μόνον και μόνον εις την τακτικήν της Τραπέζης. Και το συμπέρασμα είναι ότι εάν η Εθνική Τράπεζα, ήτις με την δύναμιν και την υπόληψιν του Έθνους και με τα χρήματα του λαού εδημιούργησε κεφάλαια, ελάχιστα εξυπηρέτησε τον γεωργόν, διότι εάν τον εξυπηρέτει δεν θα εφθάναμεν σήμερον εις την ανάγκην να διαμαρτυρόμεθα δια την γλισχρότητα των κεφαλαίων της Αγροτικής Τραπέζης.» Σας θυμίζει τίποτε;
«Η Τράπεζα, συνοψίζει, δεν έπρεπε να υποδουλώση τους χωρικούς και να υποστηρίζη τα παράσιτα τα οποία εκμεταλλεύονται εκείνους. Υπό την δημιουργηθείσαν κατάστασιν η ιδία η Τράπεζα, μετά τον πόλεμον του 1914, όταν ανετιμήθησαν τα προϊόντα των αγροτών, υπεκίνησεν αυτή η ιδία την σύναψιν συμβάσεως δια να δώση τα χρήματά της και να διοχετεύση τα κεφάλαιά της και πάλιν προς εκμετάλλευσιν της καταστάσεως. Εάν λάβωμεν υπόψη τους τελευταίους αγώνας του αγροτικού κόσμου και του αρχηγού της Δημοκρατικής Ενώσεως, θα ίδωμεν ότι η Τράπεζα έπαιζεν ένα ρόλον όστις δεν την τιμά. Πάντοτε ηθέλησε να υπονομεύση την συνεταιριστικήν συνείδησιν και να τορπιλλήση την Αγροτικήν Τράπεζαν. Αναγιγνώσκων τηλεγράφημα συνεταιρισμού, δηλούντος ότι είναι ευχαριστημένος από την Εθνικήν Τράπεζαν υπό τον όρον όμως της αυξήσεως των δανείων, τονίζει ότι από όλην αυτήν την ιστορίαν της δράσεως της Τραπέζης εξάγεται ότι ο αγροτικός κόσμος δεν είδε ποτέ ημέρας χαράς εξ αιτίας της, δεν είδεν άμυναν αυτής απέναντι του εκμεταλλευτικού εμπορίου και η πράξις της Συμβάσεως αποδεικνύει ότι το 1914 προηγήθη εις την εκμετάλλευσιν. Αν, συνεχίζει, δεν έχωμεν συνεταιρισμούς με πραγματική συνεταιριστικήν συνείδησιν, τούτο οφείλεται εις την δράσιν της Τραπέζης, ήτις ειργάζετο σατανικώς, ανέτρεπε κάθε συνεταιρισμόν εργαζόμενον συνειδητώς, έκαμνεν ιδίαν πολιτικήν και ετραυμάτιζε την συνεταιριστικήν ιδέαν. Δια τούτο σήμερον ζητούμεν πρωτίστως ανεξάρτητον Τράπεζαν και όχι υπόδουλον της Εθνικής Τραπέζης… Ζητούμεν συνεπώς, τονίζει, η Αγροτική Τράπεζα να είναι αυτόνομος και να μη συμμετέχη εις το Συμβούλιον αυτής η Εθνική, διότι τότε δεν θα εξυπηρετήση την γεωργίαν, η οποία θέλει πόνον πραγματικόν υπέρ αυτής. Την θέλομεν αυτόνομον δια να δίδη μεγαλυτέραν τιμήν εις τα προϊόντα, ενώ η Εθνική θα ενισχύη το εμπόριον εις βάρος των παραγωγών, όπως έχωμεν μεμαρτυρημένα παραδείγματα περί τούτου εις την Μακεδονίαν και την Θράκην. Η Εθνική με την συμμετοχήν της θα πνίξη την Αγροτική, διότι την συμφέρει να υποστηρίζη τον έμπορον και να αποκομίζη μεγάλον τόκον… Ως χαρακτηριστικόν της κρατούσης εν προκειμένω πολυτελείας αναφέρει ότι ο νυν Διοικητής της Εθνικής Τραπέζης λαμβάνει κατ’ έτος αποδοχάς εν γένει 2.000.000 δραχ., ο δε επί μικρόν διατελέσας Διοικητής κ. Μάξιμος λαμβάνει ως σύνταξιν 35 χιλ. δρ. μηνιαίως. Ταύτα, τονίζει, αποτελούν πρόκλησιν κατά του μισθοδοτουμένου λαού και αιτίαν δημιουργίας ψυχικών επαναστάσεων… Καταλήγων λέγει ότι, εάν η Κυβέρνησις δεν εξασφαλίση τας καταθέσεις των νομικών προσώπων εις την Γεωργικήν Τράπεζαν, τότε κάμνει και αυτή μίαν χαριστικήν πράξιν υπέρ της Εθνικής Τραπέζης. Πρέπει όμως να έχη υπόψη της ότι εις τον Τόπον αυτόν ήρχισαν να δημιουργούνται νέαι ιδέαι και νέαι κατευθύνσεις, εντός δε 4,5,6 ή 7 ετών μοιραίως θα επιβληθώσι νέαι καταστάσεις. Και τότε και τα καλύμματα εις το ακέραιον, αλλά και αι καταθέσεις των νομικών προσώπων, και μέγα μέρος των κερδών της θα κατασχεθούν δια να δημιουργήσωμεν Αγροτικήν Τράπεζαν των πραγματικών αναγκών του αγρότου και όχι θνησιγενή και ανεπαρκή οργανισμόν υπόδουλον και υποχείριον της Εθνικής Τραπέζης, ως εκείνον που δημιουργεί την νύκτα ταύτην η Κυβέρνησις. Ως εκπρόσωπος του αγροτικού κόσμου δηλώ, λέγει, ότι η σημερινή αγροτική Ελλάς έχει ανάγκην αφθόνων κεφαλαίων. Με τα κεφάλαια της Αγροτικής Τραπέζης θα δίδωμεν μόνον ψυχοδάνεια στους αγρότας και η τοκογλυφία ξανά θα οργιάζη εις τους αγρούς. Είναι μοιραίον φαίνεται οι πτωχοί αγρόται να κάμουν μακρούς αγώνας για να επιβληθούν. Και θα τους κάμουν για να σώσουν την Ελλάδα.»[1]
Η Αγροτική ήταν η απάντηση του κράτους στους αγώνες των αγροτών ενάντια στην τοκογλυφία και στην καταστροφική εξάρτηση από τις ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες. Ζητούσαν μια Αγροτική Τράπεζα αποκλειστικά για τον αγροτικό τομέα, τελείως αυτόνομη και με αφθονία κεφαλαίων. Λειτούργησε ποτέ έτσι η Αγροτική; Όχι βέβαια. Αντίθετα αξιοποιήθηκε για να ποδηγετηθεί ο αγροτικός κόσμος και κυρίως οι συνεταιρισμοί από τα κυβερνώντα κόμματα.
Μερικά χρόνια μετά την ίδρυσή της η κατάσταση δεν είχε αλλάξει γιατί πολύ απλά οι κυβερνώντες και οι τραπεζίτες δεν ήθελαν να αλλάξει τίποτε. «Η Αγροτική Τράπεζα, της οποίας η ίδρυσις εχαιρετίσθη απ’ όλους ως αξιόλογος σταθμός εις την οικονομικήν μας ιστορίαν, ευρεθείσα προ της καταστάσεως αυτής, δεν ηδύνατο βεβαίως να αλλάξη αποτόμως κατεύθυνσιν. Θα έπρεπεν όμως από καιρού ν’ αρχίση προπαρασκευάζουσα το έδαφος προς εκκαθάρισιν της επικινδύνου εκκρεμότητος που εδημιουργήθη δια των επανειλημμένων χρεωστασίων, τα οποία από ετών εφαρμόζει το κράτος ως εύκολον και πρόχειρον λύσιν, αδιαφορών δια τας καταστρεπτικάς των συνεπείας,» έγραφε σε μελέτη του για το αγροτικό πρόβλημα το 1935 ένας επιφανής οικονομολόγος της εποχής.[2] Όταν μιλά για χρεωστάσια, αναφέρεται στην πρακτική των κυβερνήσεων να βγάζουν στο σφυρί την αγροτική γη όταν οι αγρότες αδυνατούσαν να πληρώσουν τα δανεικά. «Θα έπρεπεν από καιρού να προβή εις πλήρη μελέτην του ζητήματος της ενοποιήσεως των αγροτικών χρεών, η οποία κατέστη πλέον αναπόφευκτος. Θα έπρεπε από καιρού να επιληφθή της επισταμένης ερεύνης των οικονομικών συνθηκών της υπαιθρίου χώρας, και επί της βάσει των σχετικών πορισμάτων να χαράξη την πολιτικήν της. Θα έπρεπεν ήδη ν’ αρχίση να εγκαταλείπη την τακτικήν των βραχυπρόθεσμων δανείων και ν’ αυξήση αισθητώς τας μακροπροθέσμους χορηγήσεις. Τα οικονομικά της μέσα δεν είναι, όσον συνήθως νομίζεται, ανεπαρκή. Ο παραλληλισμός μ’ άλλας χώρας μας πείθει περί αυτού απολύτως. Τίποτε όμως απ’ όλ’ αυτά δεν βλέπομεν. Απεναντίας, έχομεν την εντύπωσιν ότι βαδίζει επί τα ίχνη της προκατόχου της εν τη εξασκήσει της αγροτικής πίστεως Εθνικής Τραπέζης. Και η μεν Εθνική είχεν ασφαλώς λόγους σοβαρούς να εμμένη εις τον βραχυπρόθεσμον δανεισμόν, ο οποίος έφερεν εμπορικόν μάλλον χαρακτήρα – λόγους σχετιζομένους με τον κατ’ εξοχήν εμπορικόν, κεφαλαιοκρατικόν της χαρακτήρα. Η εμμονή όμως της Αγροτικής, της οποίας ο χαρακτήρ είναι κοινωφελής εις τα εμπορικής φύσεως βραχυπρόθεσμα καλλιεργητικά δάνεια, ουδόλως δικαιολογείται.»[3]
Ο λόγος που βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάσταση η Αγροτική δεν ήταν μόνο η έμμεση από τις κυβερνήσεις πριμοδότηση της τοκογλυφίας και της κερδοσκοπίας με την αγροτική γη, αλλά και το άνοιγμα του αγροτικού τομέα σε ξένες εταιρείες. «Μία των χαρακτηριστικότερων εκδηλώσεων της νεοελληνικής μεγαλομανίας και της συμφυούς μετ’ αυτής επιπολαιότητος είναι τα υπό εκτέλεσιν μεγάλα παραγωγικά έργα. Ανετέθη, υπό τους γνωστούς βαρυτάτους όρους – εις την σύμβασιν μετά της Φαουντέσιον το μεν κέρδος του εργολάβου ανέρχεται εις 15%, τα δε γενικά έξοδα εις 17% - η εκτέλεσις έργων τεραστίας εκτάσεως εις διαφόρους ξένας εταιρείας, χωρίς να εξετασθή μετά της δεούσης προσοχής το ζήτημα του κόστους αυτών και του τρόπου της εξευρέσεως των απαιτουμένων κολοσσιαίων ποσώ, χωρίς να μελετηθή το ζήτημα του τρόπου της εκμεταλλεύσεως και της οικονομικής αποδοτικότητος αυτών – χωρίς, δηλαδή, να καταρτισθή και στοιχειώδες έστω οικονομικόν πρόγραμμα.»[4]
Από την εποχή της ίδρυσης της Αγροτικής ποτέ δεν της επετράπη να λειτουργήσει ως αναπτυξιακός μοχλός για τον αγρότη, ιδίως για τον μικρό και μεσαίο. Γιατί όμως ο αγροτικός τομέας χρειάζεται ειδικό πιστωτικό οργανισμό; Σε μια άλλη εποχή, όπου οι διοικητές της Τραπέζης της Ελλάδος είχαν την πολυτέλεια ανεξαρτησίας σκέψης και δεν ήταν άθλια παπαγαλάκια των αγορών, μας εξηγούσαν: «Η Τράπεζα της Ελλάδος επανειλημμένως υπεστήριξε κατά το παρελθόν την ανάγκην εξασφαλίσεως πλέον ευνοϊκών όρων χρηματοδοτήσεως των αγροτικών δραστηριοτήτων, αι οποίαι είναι ως γνωστόν κατά το πλείστον χαμηλής αποδοτικότητος, πλήττονται δε συχνάκις υπό θεομηνιών και ετέρων φυσικών καταστροφών.»[5] Βλέπετε δεν είχαν τότε έναν Στουρνάρα για να τους εξηγήσει ότι η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας εξαρτάται από την επιχειρηματικότητα. Ούτε έναν Προβόπουλο για να τους εξηγεί ότι αφού δεν είναι κερδοφόρα μια τράπεζα όπως οι τράπεζες-κερδοσκόποι, τότε δεν είναι βιώσιμη.
Η λογική όμως με βάση την οποία δημιουργήθηκε η Αγροτική δεν ήταν αυτή. «Η ΑΤΕ δεν θα συμπεριφέρεται σαν τον «τραπεζίτη» των αγροτών, αλλά ως σύμβουλός τους για κάθε οικονομικό, τεχνικό και επιστημονικό πρόβλημα,» έγραφε στα 1978 ο Αδαμάντιος Πεπελάσης, που διετέλεσε και διοικητής της Αγροτικής.[6] Και σαν να είχε υπόψη του τύπους σαν τον Στουρνάρα και τον Προβόπουλο σημείωνε ότι «…η Αγροτική Τράπεζα δεν μπόρεσε να συμβάλει στην προγραμματισμένη προσπάθεια αναδιάρθρωσης της γεωργίας αφού, στην ουσία, τέτοια προσπάθεια δεν έγινε.»[7] Και είχε δίκιο, όχι μόνο για τότε, αλλά για όλη την περίοδο μέχρι σήμερα.
Με την διάλυση της Αγροτικής τελειώνει μια για πάντα η προοπτική της αγροτικής οικονομίας. Δίχως ειδικό προνομιακό καθεστώς πιστώσεων προς τον αγρότη και κυρίως προς τον μικρό και μεσαίο αγρότη, δεν πρόκειται αυτός να επιβιώσει. Η διάλυση της Αγροτικής μας γυρίζει πίσω, πολύ πίσω, στην εποχή που στην ύπαιθρο κυριαρχούσε ο τοκογλύφος και ο κερδοσκόπος επενδυτής. Η αγροτική γη είναι πρόσφορη μόνο για την αγορά ακινήτων και τα μεγάλα πάρκα ΒΑΠΕ που προορίζονται να στηθούν στη χώρα μας όποτε κάποτε γινόταν με τα «παραγωγικά έργα» της Φαουντέσιον και άλλων ξένων μονοπωλιακών συμφερόντων.
Αν θέλουμε να έχει μέλλον ο αγρότης και η γη του σ’ αυτή την χώρα, τότε χρειαζόμαστε Αγροτική. Όχι όμως όπως την είχαν καταντήσει. Χρειαζόμαστε μια Αγροτική Τράπεζα που θα πληροί τα εξής βασικά κριτήρια:
- Θα αποκαθαρθεί από την αμαρτωλή διοίκηση και διαχείριση του παρελθόντος μέσα από μια δημόσια εκκαθάριση, όπως έχουμε αναφέρει.
- Θα γίνει εκκαθάριση ενεργητικού με σκοπό να διαγραφούν τα αγροτικά χρέη σε όλους τους μικρούς και μεσαίους αγρότες και να απελευθερωθεί η αγροτική γη που είναι υποθηκευμένη.
- Θα επικεντρωθεί αποκλειστικά στην αγροτική πίστωση με ειδικούς προνομιακούς όρους για τον μικρό και μεσαίο αγρότη, χωρίς να απαιτείται η προσημείωση της γης του ή του προϊόντος του.
- Θα λειτουργεί ως αληθινή αναπτυξιακή τράπεζα με σκοπό να καθοδηγεί και να συμβουλεύει τον αγρότη σε κάθε του βήμα, έτσι ώστε να εξασφαλίζει και την επιστροφή των δανείων, αλλά και την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής.
- Θα έχει καθεστώς πλήρους διοικητικής αυτοτέλειας απέναντι στην κυβέρνηση και θα διέπεται από καθεστώς δημόσιας διαφάνειας και ελέγχου με την κατάργηση όλων των τραπεζικών στεγανών και απορρήτων.
Μόνο μια τέτοια Αγροτική Τράπεζα μπορεί να είναι βιώσιμη όχι προς όφελος της τραπεζικής κερδοσκοπίας, αλλά προς όφελος της αγροτικής ανάπτυξης. Αν θέλουμε στ’ αλήθεια να έχει παρών και μέλλον η αγροτική παραγωγή (ζωική και φυτική) σ’ αυτόν τον τόπο. Μόνο μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια έχει νόημα η υπεράσπιση των θέσεων εργασίας στην Αγροτική, διαφορετικά δεν είναι παρά ένα συντεχνιακό αίτημα αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και άλλοθι για όλες τις αντιδραστικές μεταβολές που προωθούν κυβέρνηση, τρόικα και ευρωζώνη.
[1] Επίσημα Πρακτικά της Βουλής, Συνεδρίασις Θ’, 1929, σελ. 395-396.
[2] Δ. Γ. Τσούγκου, Διατί απέτυχεν η Αγροτική μας Προσπάθεια, Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, 1935, σ. 443.
[3] Στο ίδιο.
[4] Στο ίδιο.
[5] Έκθεσις του Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος Καθηγητού Ξεν. Ζολώτα εξ ονόματος του Γενικού Συμβουλίου επί του Ισολογισμού του έτους 1963, Αθήνα, 1964, σ. 375.
[6] Αδαμάντιος Πεπελάσης, Αγροτικά, Αθήνα: Μετώπη, 1978, σ. 28.
[7] Ο. π., σ. 96.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα προτιμούσα να μην αφήνετε σχόλια χωρίς όνομα, βάλτε ένα όνομα ψευδώνυμο αρκεί να μην εμφανίζεται η γελοία περίπτωση ο/η Ανώνυμος