Τελικά το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει μετεξελιχθεί σε βασικό μοχλό νομιμοποίησης της πιο άγριας κυβερνητικής παρανομίας. Σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ συνταγματικό και νόμιμο κρίθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε διάσκεψη, κεκλεισμένων των θυρών, το «κούρεμα» (PSI) των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που έγινε τον Μάρτιο του 2012, σύμφωνα με το ΑΠΕ. Η δημοσίευση της σχετικής απόφασης αναμένεται με την έναρξη του νέου δικαστικού έτους (17 Σεπτεμβρίου 2013).
Μην αναρωτηθείτε πώς και από πού «διέρρευσε» η απόφαση του ΣτΕ, μιας και η διάσκεψη της ολομέλειας ήταν «κεκλεισμένων των θυρών». Είναι περιττό, όταν πρόκειται για τέτοια συνύφανση δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, όπου η πρώτη απλά αποτελεί το άλλο πρόσωπο του Ιανού της σύγχρονης απολυταρχίας και της κυβερνητικής αυθαιρεσίας.
Σας θυμίζουμε ότι στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έχουν προσφύγει πλέον των 7.000 ομολογιούχων (φυσικών προσώπων, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, ΕΔΟΕΑΠ, φαρμακευτικών εταιρειών, ΤΕΙ Καβάλας, κλπ). Όλοι στρέφονται κατά του «κουρέματος» των ομολόγων που κατείχαν, αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς ωστόσο να μπορεί να υπολογιστεί το ακριβές ποσό.
Οι προσφεύγοντες στρέφονται κατά των πράξεων του υπουργικού συμβουλίου (5 και 10/2012), των αποφάσεων του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών με τις οποίες υλοποιήθηκε το PSI. Γιατί έκαναν την προσφυγή; Από ιδιοτροπία και καπρίτσιο; Όχι, από ανάγκη γιατί με το «κούρεμα» ουσιαστικά οδηγήθηκαν σε χρεοκοπία ΝΠΙΔ, ΝΠΔΔ, επιμελητήρια, οργανισμοί, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, κοκ, ενώ ληστεύτηκαν οι αποταμιεύσεις φυσικών προσώπων που είχαν τοποθετηθεί σε ελληνικά ομόλογα. Κι όλα αυτά έγιναν αυθαίρετα, χωρίς να ρωτηθούν με παγίδευση από την Τράπεζα της Ελλάδος και την κυβέρνηση.
Η απόφαση αυτή του ΣτΕ δεν είναι μόνο κατάφωρα άδικη σε βάρος όλων αυτών των φυσικών και νομικών προσώπων, μιας και νομιμοποιεί την υπεξαίρεση και την ανοιχτή κλοπή, αρκεί να προφασιστεί η κυβέρνηση το δικό της «εθνικό συμφέρον», αλλά δημιουργεί δεδικασμένο και για επερχόμενα «κουρέματα». Δημιουργεί δηλαδή νομικό προηγούμενο για να δικαιολογηθούν «κουρέματα» σε αποταμιευτικούς λογαριασμούς, σε τρέχουσες καταθέσεις φυσικών και νομικών προσώπων. Κι ο νοών, νοείτο.
Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο. Επιφυλασσόμεθα να δούμε την απόφαση του ΣτΕ και το σκεπτικό της δημοσιευμένο και τότε θα επανέλθουμε για να δείξουμε με στοιχεία το έγκλημα που έχει συντελεστεί με το PSI σε βάρος του ελληνικού λαού και της χώρας. Ένα έγκλημα που άφησε ασυγκίνητους – απ’ ότι φαίνεται – τους δικαστές του ΣτΕ. Κάτι βέβαια που εδώ και μήνες είχε προδικάσει το υπουργείο οικονομικών και πιο συγκεκριμένα ο κ. Σταικούρας. Προς δόξα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
Για πολλοστή φορά το ΣτΕ αποδεικνύει τον βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα του. Τα ειδικά δικαστήρια γενικά δεν συνάδουν με μια αληθινή δημοκρατία, ούτε με μια αληθινά ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Είναι απομεινάρια της απολυταρχίας στον κοινοβουλευτισμό, όπως και η περίπτωση του ΣτΕ που αποτελεί δάνειο από την συνταγματική παράδοση της Γερμανικής απολυταρχίας, το Σύνταγμα της μοναρχικής παλινόρθωσης της Γαλλίας μετά το 1815 και το προεδρικό που το διαδέχτηκε (1848) όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πήρε την θέση του μονάρχη. Από τότε μας κατατρέχει.
Το ΣτΕ επιβλήθηκε στην χώρα μας πολύ πριν υπάρξει Σύνταγμα. Ήταν θεσμός που επέβαλλε η βαυαρική αντιβασιλεία και είχε σαν βασική αποστολή να δικαιολογεί και να δίνει νομιμοφάνεια σε κάθε αυθαιρεσία της βαυαροκρατίας. Ο συνταγματολόγος Φλογαίτης γράφει σχετικά: «Εν Ελλάδι ο θεσμός του Συμβουλίου της Επικρατείας ήν εισηγμένος προ του Συντάγματος του 1843 επί της απολύτου Μοναρχίας, κατά το 1835, αλλ’ ένεκα της χειρίστης αυτού καταρτίσεως εξ ανδρών κατά το πλείστον ανεπιστημόνων και αδαών της υπηρεσίας και παρασυρομένων υπό του φατριασμού εδείχθη ως γνωμοδοτικόν μεν σώμα τυφλόν όργανον των διαθέσεων του Άρμανσπεργ επί βλάβη της νομοθεσίας, ως δικαστήριον δε του αμφισβητουμένου διοικητικού άθλιον και κακόζηλον, ουδαμώς προασπίσαν τα δίκαια των διοικουμένων κατά της αυθαιρεσίας των διοικητικών αρχών.»[1]
Η εκτίμηση αυτή του Φλογαίτη θα μπορούσε κάλλιστα να περιγράφει και τη σημερινή λειτουργία του ΣτΕ. Ο θεσμός αυτός κατέληξε στα σκουπίδια της ιστορίας μαζί με την εκθρόνιση του Όθωνα. Ένας από τους βασικούς λόγους που εκείνη την εποχή επικαλέστηκαν όσοι στάθηκαν ενάντιοι στο θεσμό ήταν «ότι το Συμβούλιον της Επικρατείας, διορισθέν και μισθοδοτούμενον από την κυβέρνησιν, δεν εκπροσωπεί τον ελληνικόν λαόν και ότι, μη εκλεγέν από αυτόν, δια να τον αντιπροσωπεύση, δεν γνωρίζει και δεν δύναται να γνωρίζη «ούτε οποία η κατάστασις του τόπου, ούτε οποία η διαγωγή των διοικούντων προς τους διοικουμένους και οποία η εκ τούτου διάθεσις του λαού προς την εξουσίαν».»[2]
Ωστόσο, κατ’ απαίτηση του Γεωργίου του Α΄ «δια διαγγέλματος» και των βρετανών υποβολέων του στο Σύνταγμα του 1864 προβλεπόταν η ανασύστασή του. Παρά την προσπάθεια αναβίωσής του, τελικά στις 25-10-1865 δεκαέξι βουλευτές κατέθεσαν πρόταση στην Βουλή με σκοπό «... να καταργηθή το σώμα τούτο, ούτινος η δημιουργία, από των πρώτων ημερών, κατέστη λαομίσητος.»[3]Η πρόταση έγινε δεκτή με πλειοψηφία 3/4 και με τον νόμο ΡΙΒ' της 25ης-11-1865 καταργήθηκαν τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος που αφορούσαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Από τα σκουπίδια της ιστορίας έγινε προσπάθεια να ανακτηθεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1911. Η ίδια η αναθεώρηση ήταν μια πολιτική παρωδία. Ήταν η ανοιχτή προδοσία των λαϊκών προσδοκιών που είχαν ξεσπάσει με το κίνημα του 1909 και αποζητούσαν να ξεμπερδέψουν μια και καλή με τον ξενοκίνητο θεσμό της μοναρχίας. Εκεί όπου οι λαϊκές μάζες ζητούσαν Συντακτική Εθνοσυνέλευση και νέο Σύνταγμα για να απαλλαγεί ριζικά η χώρα από την μοναρχία και τους θεσμούς της, ο Βενιζέλος, πιστός στις προσταγές των Βρετανών, προχώρησε σε αναθεωρητική βουλή για να μην αναθεωρηθούν οι βασικές διατάξεις του Συντάγματος του 1864, που προστάτευαν τον θεσμό της μοναρχίας. Για να μην χάσουν δηλαδή τα βρετανικά συμφέροντα τον τοποτηρητή της εθνικής υποτέλειας των Ελλήνων.
Στις 25 Απριλίου 1911 κατετέθη στην Βουλή η τρίτη έκθεση της επί της Αναθεωρήσεως του Συντάγματος Επιτροπής, η οποία είχε ως Πρόεδρο τον Στέφανο Δραγούμη και ως Εισηγητή τον βουλευτή Αττικοβοιωτίας, Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, τον μετέπειτα πρώτο Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην εισαγωγή αυτής της έκθεσης σημειώνεται ότι: «Το Συμβούλιον όμως της Επικρατείας, ούτινος έχει ανάγκη η σημερινή διοίκησις, κοινόν έχει μετά του παλαιού μόνον την ονομασίαν και ουδέν πλέον» και αναπτύσσει επιχειρήματα υπέρ της αναγκαιότητας του θεσμού.
Η προσπάθεια του Βενιζέλου να επαναφέρει το θεσμό του ΣτΕ συνάντησε ισχυρή αντίσταση. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε:
Π. Κασσίμης: «Είναι θεσμός λαομίσητος, αντίκειται στο δημοκρατικόν πνεύμα… Το Συμβούλιον της Επικρατείας θα είνε ο τάφος του θάρρους και του ανδρισμού των πολιτικών ανδρών, τούτο σημαίνει μείωσιν των εθνικών δυνάμεν, θα καταψηφίσω τον θεσμόν μετά του αυτού αγρίου φανατισμού, μεθ’ ου θα καταψηφίζω πάντα θεσμόν τείνοντα εις περιορισμόν των λαϊκών ελευθεριών, της λαικής αναπτύξεως και εις δημιουργίαν τιμαριωτικών συνθέσεων εν δημοκρατουμένη πολιτεία, ως η ημετέρα.»[4]
Ι. Πατσουράκος: «Αναξιοπρεπές είνε να συζητή ήδη η Βουλή επί θεσμού, δις δοκιμασθέντος και καταπέσαντος. Μόνον απολυταρχική Κυβέρνησις ηδύνατο να εισηγηθή και να υποστηρίξη πάλιν τοιούτον θεσμόν… Εν τη Ελληνική δε αρχαιότητι υπήρχε τοιούτον συμβούλιον αλλά μόνον επί απολυταρχίας… Ιδρύθη, κατηργήθη, ιδρύεται και πάλιν ήδη, αλλά θα καταργηθή και πάλιν. Και θα καταργηθή, ουχί βεβαίως δι’ εξεγέρσεως ειρηνικής.»[5]
Ένας από τους υπέρμαχους της ανασύστασης του ΣτΕ, ο Π. Μυρλόπουλος έλεγε: «Επανελήφθησαν κατά του θεσμού όσα και άλλοτε. Αλλά τότε είχον λόγον. Νυν όχι. Η Συνέλευσις του 64, η καθιερώσασα τους άκρως φιλελεύθερους θεσμούς, οίτινες μας διέπουν σήμερον, απέρριψε δια ψήφων 2 τον θεσμό του Συμβουλίου. Κατεδίκασεν αυτόν ως δήθεν αντικείμενον εις το φιλελεύθερον καθεστώς. Και όμως θα ήτο φραγμός κατά των ακολασιών του καθεστώτος τούτου. Διότι αύται μας έφερον εις ο σημείον ευρισκόμεθα σήμερον, πιστεύω τούτο αδιστάκτως, η τρομερά και πρόδηλος κατάχρησις, η καταστρατήγησις και εκμετάλλευσις του άνευ ουδενός περιορισμού φιλελευθέρου τούτου καθεστώτος εδημιούργησε την δυστυχίαν της νέας Ελλάδος.»[6]
Αυτή ήταν η ουσία της λογικής πίσω από την ανασύσταση του ΣτΕ. Η Ελλάδα της εποχής ήταν πολύ φιλελεύθερη(!) και δεν το άντεχε. Η πολύ ελευθερία έβλαπτε τον τόπο και δημιουργούσε «καθεστώς ακολασίας». Έπρεπε λοιπόν να ενισχυθεί η εκτελεστική εξουσία έναντι της Βουλής και για νομιμοποιηθεί κάτι τέτοιο χρειαζόταν το ΣτΕ: «Φιλελεύθερος, ενισχυτικός της αυτοτέλειας της Εθνικής αντιπροσωπείας, της δυνάμεως και της εξουσίας του Υπουργού – εξασφαλίζων την νομιμότητα της εξουσίας ταύτης – φρουρός της νομιμότητος των οργάνων της εξουσίας θα είνε το Συμβούλιον.»[7]
Τελικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1911, όπου ανάμεσα στα άλλα προβλεπόταν ότι «η γνώμη του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι υποχρεωτική δια τον Υπουργόν» (άρθρο 84) και «τα τακτικά μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας διορίζονται δια βασιλικού διατάγματος προτάσσει του Υπουργικού Συμβουλίου» (άρθρο 86). Με άλλα λόγια το Συμβούλιο της Επικρατείας, ο «φρουρός της νομιμότητος των οργάνων της εξουσίας» ιδρύθηκε υπό τον πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης και του βασιλιά.
Μπορεί το ΣτΕ να ιδρύθηκε με το Σύνταγμα του 1911, αλλά για μια σειρά ιστορικούς λόγους δεν άρχισε να λειτουργεί παρά το 1929. Η Ελλάδα έως τότε είχε περάσει μια ολόκληρη δεκαετία συνεχών πολέμων, τον «εθνικό διχασμό» όπου η άρχουσα τάξη χωρίστηκε σε δυο μερίδες ανάλογα με τις εξαρτήσεις της από τους μεγάλους αντιπάλους του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, την μικρασιατική καταστροφή του ελληνισμού για χάρη κυρίως των αγγλογαλλικών βλέψεων στην περιοχή και βρισκόταν μπροστά στην επικείμενη κατάρρευση και χρεοκοπία της. Αυτήν ακριβώς την στιγμή «θυμήθηκε» ο Βενιζέλος την σύσταση του ΣτΕ.
Ο λόγος που έσπρωξε τον Βενιζέλο στην ίδρυση του ΣτΕ το 1929 τον εξηγεί ο ίδιος στην ομιλία του κατά την πρώτη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου: «Δυστυχώς, κύριοι, ο ελληνικός λαός ζήσας τόσους αιώνας υπό ξένην δουλείαν εσυνήθισε να θεωρή το κράτος εχθρικόν, όπως πράγματι ήτο, ο δε αιών της ελευθερίας δεν κατώρθωσε να του μεταβάλη εντελώς την ψυχολογίαν αυτήν. Εάν κατορθώσωμεν και είμαι βέβαιος ότι θα το κατορθώσωμεν δια του συμβουλίου της επικρατείας να εμπνεύσωμεν και εις τον τελευταίον πολίτην που κατοικεί εις τα απώτατα του κράτους ότι «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας» που προστατεύουν κάθε πολίτην αδικούμενον από οιονδήποτε διοικητικόν όργανον και από την κυβέρνησιν αυτήν χωρίς να έχη ανάγκην ο πολίτης να προσφεύγη εις πλάγια μέσα και εις την υποστήριξιν των ισχυρών της ημέρας δια να εύρη το δίκαιόν του, βεβαιωθήτε ότι εγκαινιάζομεν ένα σταθμόν ιστορικόν, τον ιστορικώτερον ίσως σταθμόν της ζωής μας από αιώνος.»[8]
Με άλλα λόγια χρειαζόταν η κυβέρνησή του μια βιτρίνα νομιμοφάνειας που θα έπειθε τον ελληνικό λαό ότι υπάρχει «κράτος δικαίου». Σε μια εποχή όπου η συνταγματική νομιμότητα είχε πάει κατά διαόλου και οι κυβερνήσεις αυθαιρετούσαν επιβάλλοντας αναγκαστικούς νόμους. Ο Βενιζέλος ήταν εχθρός της δημοκρατικής έννομης τάξης, δεν καταλάβαινε γιατί θα πρέπει να υποτάσσεται η εκτελεστική εξουσία στο κοινοβούλιο και στους συνταγματικούς κανόνες. «Η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος να ανταποκριθεί προς τα καθήκοντά της, ευρισκόμενη υπό την πλήρη εξάρτησιν της νομοθετικής εξουσίας, η οποία επηρεάζεται πάλιν από την ανάγκην να μη δυσαρεστήση τας διαφόρους εκλογικάς ομάδας, δια να μη διακινδυνεύση η επανεκλογή των αποτελούντων αυτήν βουλευτών… Πρέπει και εις την εκ της πλειοψηφίας τής Βουλής σχηµατιζοµένην Κυβέρνησιν νά δοθή µείζων ελευθερία κινήσεως. Πρέπει να δύναται να θέτη Νόµους, αφού γνωµοδοτήσουν επ' αυτών τό
Οικονοµικόν Συµβούλιον καί το Συµβούλιον τής Επικρατείας.»[9]
Να γιατί ήθελε στην πραγματικότητα το ΣτΕ ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Άλλωστε την εποχή εκείνη τον είχε συνεπάρει το φασιστικό καθεστώς Μουσολίνι στην Ιταλία. Γι’ αυτό και είχε φροντίσει από την 23ηνΣεπτεμβρίου 1928 να υπογράψει με τον ίδιο τον Μουσολίνι στην Ρώμη το Ελληνοϊταλικό σύμφωνο φιλίας. «Το φασιστικόν καθεστώς επεφύλαξεν εξαιρετική υποδοχήν εις τον Έλληνα πρωθυπουργόν, εις τον οποίον απενεμήθη και το ανώτατον ιταλικόν παράσημον,» όπως μας πληροφορεί ο δημοσιογράφος και φίλος του Βενιζέλου Γρ. Δαφνής.[10] Βέβαια, ο Βενιζέλος δεν ακολουθούσε απλά μια δική του ανεξάρτητη πολιτική, αλλά εξυπηρετούσε ταυτόχρονα και τα Βρετανικά συμφέροντα, που δεν έπαψε να υπηρετεί έως τον θάνατό του. Η Βρετανία εκείνη την εποχή έσπρωχνε την Ελλάδα σε διαχυτικές σχέσεις με το καθεστώς Μουσολίνι, μήπως και αποσπάσει τον Ντούτσε από τις αγκάλες του Χίτλερ, τουλάχιστον όσον αφορά την λεκάνη της Μεσογείου.
Κι έτσι επιτρεπόταν στον Βενιζέλο να ονειρεύεται μια φασιστική Ελλάδα κατά το πρότυπο της Ιταλίας του Μουσολίνι. Το 1933 σε μια στιχομυθία ανάμεσα στον Πλαστήρα και στον Βενιζέλο, όπου ο πρώτος ανακοινώνει στον δεύτερο την πρόθεσή του να επιβάλλει στην Ελλάδα δικτατορία, όμοια μ’ αυτήν της φασιστικής Ιταλίας με το επιχείρημα ότι «θα κάνουμε ότι και στην Ιταλία, που χάρις στον Φασισμό προοδεύει,» ο Βενιζέλος αρκέστηκε να του πει: «Η Ιταλία πηγαίνει καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ, ενώ στην Ελλάδα δεν υπήρχε δικτάτωρ.»[11]
Η στάση των ελληνικών δικαστηρίων μπρος στις απανωτές παραβιάσεις της συνταγματικής τάξης ήταν απολύτως συμβιβαστική. Τον δρόμο άνοιγε, ως συνήθως, ο Άρειος Πάγος, ο οποίος δικαιολόγησε την προσφυγή στα αναγκαστικά διατάγματα υποστηρίζοντας ότι σε περίπτωση άμεσης απειλής κατά του κράτους – που αποτελεί τον «υπέρτατο» νόμο – η εκτελεστική εξουσία έχει όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να εκδίδει αναγκαστικά διατάγματα με περιεχόμενο νόμου, ακόμη κι αν παραβιάζονται ρητές συνταγματικές διατάξεις.[12] Έτσι, «η ελληνική νομολογία των δεκαετιών του 1920 και του 1930 κατασκεύασε ένα δίκαιο ανάγκης, με γνώμονα το οποίο ανέχθηκε την προσφυγή σε μιαν αυτόνομη κυβερνητική νομοθεσία, της οποίας η εκτελεστική εξουσία έκανε συχνά χρήση, κατά τρόπο δυσανάλογο προς τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης συγκυρίας.»[13]
Η «κατάσταση πολιορκίας» με βάση την οποία επέβαλε το 1924-25 την δικτατορία του ο Πάγκαλος, η δικτατορία του στρατηγού Κονδύλη το 1935 με το ψευτοδημοψήφισμα που έφερε πίσω τον βασιλιά, αλλά και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου του Μεταξά (1936-1941), βασίστηκαν σε αναγκαστικούς νόμους και βασιλικά διατάγματα που έσπευσαν να νομιμοποιήσουν τόσο ο Άρειος Πάγος, όσο και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο Σπ. Λιναρδάτος γράφει: «Τα δυο διατάγματα με τα οποία οι Γεώργιος και Μεταξάς κήρυσσαν τη δικτατορία ήταν και τυπικά άκυρα… Παρ’ όλα αυτά δε βρέθηκε ούτε ένα δικαστήριο, ούτε ένας δικαστής να διακηρύξει την αντισυνταγματικότητα των διαταγμάτων της δικτατορίας. Όταν εκατοντάδες απλοί Έλληνες πήγαιναν στην εξορία, βασανίζονταν, πέθαιναν γιατί δεν δέχονταν να υποκύψουν στους εκβιασμούς του Μανιαδάκη και των χαφιέδων του, δε βρέθηκε ούτε ένας «φρουρός της νομιμότητος» να αντιταχθεί, με θυσία της θέσης του ή και της προσωπικής του, σε ανάγκη, ελευθερίας, στις αυθαιρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας.»[14]
Στην ίδια ακριβώς κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα. Η κατάλυση ακόμη κι αυτού του μισερού και μίζερου κοινοβουλευτισμού της μεταπολίτευσης από τους κυβερνώντες, οι οποίοι κυβερνούν με σωρεία αναγκαστικών νόμων που σήμερα ονομάζονται Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και η αναγωγή σε «υπέρτατο νόμο» της θέλησης και των προσταγών από την τρόικα έχουν βρει την πλήρη δικαίωσή τους από το ΣτΕ και τον Άρειο Πάγο σε βαθμό κακουργήματος. Να μου το θυμηθείτε: δεν είναι μακριά η μέρα όπου το ΣτΕ θα νομολογήσει υπέρ της επίσημης κατάλυσης του ελληνικού κράτους υπέρ της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας και της κατάλυσης και των τελευταίων τυπικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού σ’ αυτόν τον τόπο που μόνο οι αγωνιστές Έλληνες επιμένουν να θεωρούν και να υπερασπίζονται σαν πατρίδα.
Τόσο το ΣτΕ, όσο και ο Άρειος Πάγος, έχουν πάψει προ πολλού να εκφράζουν τον ελληνικό λαό. Αντίθετα σαν θεσμοί είναι υπόλογοι στον ελληνικό λαό, του οποίου έχει απομείνει μόνο το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος (άρθρο 120) για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τα δικαιώματά του σ’ αυτόν τον τόπο.
[1] Θεοδώρου Φλογαίτου, Εγχειρίδιον Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνησι, 1879, σ. 110 (υποσημείωση).
[2] Γ. Αγγελίδη, «Καθίδρυσις και Κατάλυσις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί Όθωνος», Αρχείον Δ. Καλλιτσουνάκη, Αθήνα, 1956, σελ. 651.
[3] Γιάννη Αγγελίδη, «Ιστορικά για το Συμβούλιο της Επικρατείας 1864-1865», Τιμητικός Τόμος του Σ.τΕ, Αθήνα: 1979, Ι, σ. 87.
[4] Πρακτικά της Βουλής (Διπλή Αναθεωρητική), Εν Αθήναις, 1911, σ. 1077-1078.
[5] Ό. Π., σ. 1082.
[6] Στο ίδιο.
[7] Ό.Π., σ. 1083.
[8] Ελεύθερον Βήμα της 18ης Μαΐου 1929.
[9] Σ. Στεφάνου, Ελευθερίου Βενιζέλου Πολιτικαί Υποθήκαι, Αθήναι, 1965, σ. 115.
[10] Γρηγορίου Δαφνή, Η Ελλάς Μεταξύ Δυο Πολέμων, 1923-1940, Αθήνα, 1965, Β, σ. 52.
[11] Ό. Π., σ. 183.
[12] Απόφαση Αρείου Πάγου υπ’ αρίθμ. 93 του 1919.
[13] Νίκος Αλιβιζάτος, Οι Πολιτικοί Θεσμοί σε Κρίση 1922-1974. Όψεις της Ελληνικής Εμπειρίας, Αθήνα, 1995, σ. 81.
[14] Σπύρου Λιναρδάτου, 4η Αυγούστου, Αθήνα, 1966, σ. 39-40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα προτιμούσα να μην αφήνετε σχόλια χωρίς όνομα, βάλτε ένα όνομα ψευδώνυμο αρκεί να μην εμφανίζεται η γελοία περίπτωση ο/η Ανώνυμος