Επί δεκαετίες οι ντόπιοι κεφαλαιοκράτες, Στράτος, Αγγελόπουλος, Ωνάσης, Τσάτσος, Φιξ, Καρέλας, Κεφάλας, Λαδόπουλους, Σκαλιστήρης, Δράκου, Κανελλόπουλος, Στασινόπουλος, Κατσάμπας κ.λπ, φέσωναν το Δημόσιο με τις παγωμένες πιστώσεις, με την υπερτιμολόγηση των εξοπλισμών, των μηχανημάτων, των κτιριακών εγκαταστάσεων και γενικά την «επένδυση» τους, την οποία χρηματοδότησαν με κρατικά δάνεια βεβαίως, χώρια τις επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις, και τις φοροαπαλλαγές, τις ευνοϊκές ρυθμίσεις κεφαλαιοποίησης, διαγραφές τόκων κ.λπ. Έτσι ο «επιχειρηματίας επενδυτής» είχε βγάλει εκ των προτέρων το κέρδος του, το οποίο διόγκωνε στη συνέχεια με υπερτιμολογήσεις στις εισαγωγές και υποτιμολογήσεις στις εξαγωγές. Τα κέρδη έμεναν σε τράπεζες της Ελβετίας, ενώ στο εσωτερικό η επιχείρηση καθίσταται «προβληματική».
Με λίγα λόγια οι «Έλληνες πατριώτες» συσσώρευαν δημόσιο πλούτο «δανειζόμενοι» δυσθεώρητα ποσά από το Κράτος τα οποία κατευθύνονταν σε προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Άλλωστε το μόνο που τους απασχολούσε ήταν η προνομιακή και φτηνή πρόσβαση στους πιστωτικούς πόρους του Δημοσίου, που ως αποτέλεσμα είχε τη συνεχή χρηματοδότηση τους.
Αναγκαίοι διαμεσολαβητές ήταν το τότε πολιτικό προσωπικό τους και οι διοριζόμενες από αυτό το προσωπικό, διοικήσεις των Κρατικών Τραπεζών.
Έγραφε η Καθημερινή σε ένα άρθρο: «Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, των μεταπολεμικών βιομηχάνων ανδρώθηκε λεηλατώντας τα κεφάλαια της αμερικανικής βοήθειας (Δόγμα Truman – Σχέδιο Marshall) εν συνεχεία «φέσωσε» τις κρατικές τράπεζες στη δεκαετία του ’60 με τις λεγόμενες παγωμένες πιστώσεις, για να καταλήξει στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στα κουφάρια των προβληματικών που τη χρεωκοπία τους πλήρωσε ο Έλληνας φορολογούμενος, ενώ οι ιδιοκτήτες τους, πάμπλουτοι κυκλοφορούν ανέμελοι μεταξύ Αθηνών και Ζυρίχης (οικογένειες Φιξ, Καρέλα, Κεφάλα, Λαδόπουλου, Σκαλιστήρη, Δράκου κ.λ.π)».
Μερικές από τις πιο σημαντικές επιχειρήσεις που απήλαυσαν το καθεστώς των παγωμένων πιστώσεων ήταν:
- Στράτου – Κατσάμπα, που μέσω της «Πειραϊκής-Πατραϊκής» είχαν τον έλεγχο και μιας σειράς άλλων επιχειρήσεων, κυρίως στον κλάδο παραγωγής και εμπορίας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.
- Μποδοσάκη, που μέσω της Ανώνυμης Εταιρίας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (Λιπάσματα Δραπετσώνας) είχε ουσιαστικά και τον έλεγχο μιας σειράς άλλων αξιόλογων επιχειρήσεων, όπως ΛΑΡΚΟ, «Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδας», «Υαλουργία Ελευσίνας» κλπ.
- Σκαλιστήρη, που μέσω της «Ανώνυμης Εταιρίας Μεταλλευτικών, Βιομηχανικών, Ναυτιλιακών» είχε τον έλεγχο του χρωμίτη και το μονοπώλιο στην παραγωγή δίπυρης και καυστικής μαγνησίας. Στο συγκρότημα ανήκε επίσης η εταιρία «Μακεδονικοί Λευκόλιθοι»
- Κεφάλα, με την ίδρυση της χαρτοβιομηχανίας «Αθηναϊκή Χαρτοποιία» ή «Σόφτεξ»
- Τσάτσων, με την ίδρυση της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής
- Ανδρεάδη, επικεφαλής ενός από τους σημαντικότερους ομίλους ελληνικών επιχειρήσεων. Έχοντας τον έλεγχο των Ελληνικών Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων (του σημερινού ΗΣΑΠ) και από το 1952 της Εμπορικής Τράπεζας (αργότερα απέκτησε και τις μικρότερες τράπεζες Ιονική, Πειραιώς, Αττικής και Επενδύσεων), ίδρυσε στη συνέχεια τη Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων στη Νέα Καρβάλη Καβάλας, τα Διυλιστήρια Ασπροπύργου, τα Ναυπηγεία Ελευσίνας κλπ.
- Λάτση, με την ίδρυση των διυλιστηρίων της ΠΕΤΡΟΛΑ
- Βαρδινογιάννη, με την ίδρυση των διυλιστηρίων της ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ στην Κόρινθο
- Νιάρχου, με την ίδρυση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά.
Αυτή, η αφρόκρεμα των «Ελλήνων πατριωτών» ουδέποτε πλήρωσε μια δραχμή όχι μόνο των Δανείων τους μα και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς των εργαζομένων. Χώρια που όταν κοντά στο 1980 αυτές οι επιχειρήσεις μετατρεπόταν σε «προβληματικές» το μέλλον χιλιάδων εργαζομένων σε αυτές ήταν τουλάχιστον αμφίβολο.
Βέβαια οι εργάτες απάντησαν με κινητοποιήσεις στο επερχόμενο λουκέτο των επιχειρήσεων αυτών, βγήκαν στο δρόμο απαιτώντας “εδώ και τώρα κρατικοποίηση”. Κάτι που τους το υποσχέθηκε προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνοντας την εξουσία το 1981, ψήφισε και εφάρμοσε, στο όνομα της ανεργίας, τον νόμο 1386/83, ο οποίος προέβλεπε:
Τις διαδικασίες με τις οποίες θα περάσουν οι προβληματικές επιχειρήσεις από τον έλεγχο των ιδιωτών στο δημόσιο με την δημιουργία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων.
Την οικονομική στήριξη από το Δημόσιο στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, ώστε να συνεχίσει τη λειτουργία των τέως «προβληματικών».
Τέλος με το συγκεκριμένο νόμο, το Δημόσιο αναγνώριζε τα χρέη των επιχειρήσεων αυτών ως κρατικά και αυτόματα έπαυε κάθε δίωξη των πατριωτών επιχειρηματιών για διασπάθιση δημοσίου χρήματος.
Και ήταν ο νόμος που «άνδρωσε» τους συνδικαλιστές του ΠAΣOK, που έβλεπαν τις επιχειρήσεις αυτές σαν κάστρο τους, αδιαφορώντας για την καταλήστευση και την διασπάθιση του δημόσιου χρήματος από τους πρώην ιδιοκτήτες και πολύ περισσότερο αδιαφορώντας για την κοινωνικοποίηση των χρεών τους. Και πέτυχε την πλήρη παθητικοποίηση των εργαζομένων εκεί και για αυτήν τους την προσφορά, ορισμένους τους αντάμειψε πλουσιοπάροχα.
Η Λεηλασία
Οι πρώτες «κρατικοποιήσεις» έγιναν επί κυβέρνησης Kαραμανλή (Εμπορική Τράπεζα ) με την βοήθεια του ΣΕΒ που έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις για την οικονομική και κοινωνική πολιτική, αφού όλοι οι νόμοι της εποχής εκπορεύτηκαν και συντάχθηκαν από τον ΣΕΒ.
Επί ΠΑΣΟΚ, υπουργός Εθνικής Οικονομίας κατά το διάστημα 1982-1985 ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης ο οποίος δημιούργησε τους όρους, τα πλαίσια και τους κανόνες, βάση των οποίων οι ιδιωτικές επιχειρήσεις των κεφαλαιοκρατών θα περάσουν στα χέρια του κράτους. Προς όφελος όμως ποιων; Των εργαζομένων; Των πατριωτών επιχειρηματιών; Του έθνους των Ελλήνων;
Η κεντρική ιδέα ήταν η μετοχοποίηση των χρεών, το πούλημα των νέων μετοχών στους ιδιώτες και το ξεδιάλεγμα των μη βιώσιμων εργοστασίων και τμημάτων με κλεισίματα και απολύσεις. Έτσι το σχέδιο άφηνε ανέγγιχτους τους βιομηχάνους και εξασφάλιζε ότι το κράτος θα κάλυπτε τα χρέη που είχαν οι «επενδυτές» προς τις τράπεζες. Οι πρώην ιδιοκτήτες και οι τράπεζες αποζημιώθηκαν πλουσιοπάροχα. Αυτό ονομάστηκε «Σοσιαλισμός».
Ο ίδιος ο Αρσένης στο βιβλίο που έγραψε το 1987 με τίτλο «Πολιτική Κατάθεση» δικαιολογεί έτσι την «σοσιαλιστική» πολιτική του:
«Το πρόβλημα το είχε κατ’ αρχήν η Εθνική Τράπεζα που είχε δανείσει υπέρογκα ποσά σε αυτές τις εταιρείες…» «…Πρόβλημα είχαν επίσης οι εργαζόμενοι σε αυτές τις εταιρείες αφού η απασχόληση τους εξαρτιόταν άμεσα από την συνέχιση των εργασιών των επιχειρήσεων…»«…οι πιστώσεις ανέρχονταν (σ.σ μόνο στην Εθνική!) στο ύψος των 200 δισεκατομμυρίων δρχ, θα έπρεπε να χαρακτηριστούν επισφαλή χρέη και να διαγραφούν. Η τράπεζα θα αδυνατούσε βεβαία να καλύψει ζημιά τέτοιου ύψους από άλλους πόρους και θα αναγκαζόταν να αθετήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους καταθέτες…»«…Για να προχωρήσουμε αποτελεσματικά έπρεπε πρώτα από όλα να παραδεχτούμε την πικρή αλήθεια, ότι δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος των 200 δισεκατομμυρίων- που εξανεμίστηκε έπρεπε να καλυφθεί- θα πληρωνόταν κατ’ ανάγκη από τον φορολογούμενο…Το κόστος θα μπορούσε να κατανεμηθεί διαχρονικά με τέτοιο τρόπο που η επιβάρυνση να μην είναι σημαντική…»
Συμπέρασμα: Τα 200 δις δεν τα έκλεψαν οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες αυτών των εταιριών αλλά εξανεμίστηκαν με τρόπο μαγικό. Τσάτσος, Ανδρεάδης, Μποδοσάκης και λοιποί δεν έχουν καμία ευθύνη για την «εξανέμιση» των δις, δεν τσέπωσαν τα δάνεια, άρα δεν θα διωκόταν δε θα δικαζόταν, δε θα καταδικαζόταν. Ούτε καν θα γινόταν κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων. Τα παιδιά είναι καθαρά και αθώα.
Αντίθετα, για να μη χρεοκοπήσει η Εθνική τράπεζα και χάσουν οι καταθέτες τα λεφτά τους μια και τα χρήματα δεν κλάπηκαν αλλά εξανεμίστηκαν μεταφυσικά, υπεύθυνος χρίστηκε ο λαός στο σύνολό του και κλήθηκε να πληρώσει για την ρεμούλα των μαφιόζων επιχειρηματιών. Με την κάλυψη του κράτους, των θεσμών, του δικαστικού σώματος και του νομικού καθεστώτος, του Τύπου, της διπολικής πολιτικής εξουσίας και του κοινοβουλίου. Βούρκος.
Ο Αρσένης όμως, είναι η αλήθεια, προσπάθησε να κινήσει νομικές διαδικασίες εναντίων των Τσάτσων της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής. Διενήργησε τιμολογιακούς, τελωνειακούς, δασμολογικούς ελέγχους, έδεσε την υπόθεση και την έστειλε στον εισαγγελέα. Ο Παπανδρέου έδειξε αμέσως την πόρτα εξόδου στον Αρσένη, με ταυτόχρονο διορισμό- στο υπουργείο οικονομίας του Τραπεζίτη Καρατζά ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΓΕΤ επί Τσάτσων ως γενικό γραμματέα με υπουργό τον K. Σημίτη.
Ταυτόχρονα οι εφημερίδες δημοσιεύουν άρθρα που εμφάνιζαν τον Αρσένη ως διώκτη της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας.»
Ο ίδιος γράφει για το θέμα στο βιβλίο του:
«Προβληματίστηκα, γιατί πίστευα πως δινόταν μια μεγάλη ευκαιρία στον Τύπο να αποκαλύψει τι κρυβόταν πίσω από τις διαμάχες με τις προβληματικές. Με τον καιρό κατάλαβα πόσο δικτυωμένα ήταν τα συμφέροντα και πόσο αποτελεσματικά λειτουργούσαν-πόσο καθοριστική ήταν η χρηματοδότηση από την Εθνική Τράπεζα για μια μερίδα του Τύπου….Οι ίδιες εταιρείες, οι ίδιες οικογένειες τα ίδια κυκλώματα…»
Η Εθνική Τράπεζα (Παναγόπουλος) ήταν ο κύριος μέτοχος της ΑΓΕΤ ελέγχοντας το 40% των μετοχών της. Η οικογένεια Τσάτσου έλεγχε το 12,5%.
Το 1985 η Βάσω Παπανδρέου -τότε ήταν αναπληρώτρια υπουργός Βιομηχανίας- και κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή με αφορμή ερώτησης που κατατέθηκε και αφορούσε την λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών απάντησε το εξής καταπληκτικό: «Αν αρχίσουμε, κύριοι βουλευτές της ΝΔ, να σκαλίζουμε ο ένας τις αμαρτίες του άλλου, τότε θα μολυνθεί πολύ ο πολιτικός βίος αυτής της χώρας». Έτσι βολεύτηκαν όλοι. Από τον κυβερνητικό συνδικαλισμό ως τον Λάτση. Από το ΠΑΣΟΚ ως την ΝΔ.
Ακόμα χειρότερα, κανείς μα κανείς, ούτε καν από τα κινήματα των εργαζομένων δεν πάλεψε ή ακόμα χειρότερα δεν έθεσε το ζήτημα της κοινωνικοποίησης χωρίς αποζημίωση για όσα εργοστάσια οι ιδιοκτήτες του δήλωναν ότι έχουν γίνει ασύμφορα και θα τα κλείσουν, οτι πρέπει και επιβάλλεται να περάσουν στο δημόσιο χωρίς δεκάρα για τους βιομήχανους και τις τράπεζες.
Και δεν πάλεψε κανείς γιατί εργάτες βολεύτηκαν με το αντίδωρο που τους πέταξε το ΠΑΣΟΚ σε συνδυασμό με την κομματική νομιμοφροσύνη των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Το ΚΚΕ την εποχή εκείνη ζητούσε «…τουλάχιστον ένα μέρος των δανείων να εξοφληθεί από τα άλλα περιουσιακά στοιχεία των πρώην ιδιοκτητών … και μέτρα προστασίας της ντόπιας παραγωγής (που) αποτελούν βασικό μέσο περιορισμού της δύναμης των μονοπωλίων και της ασυδοσίας του…» και «να ξεσκεπαστούν τα φαινόμενα ασυδοσίας και ρεμούλας των προηγούμενων διοικήσεων και τα κυκλώματα διαφθοράς».
Και δεν πάλεψε κανείς γιατί εργάτες βολεύτηκαν με το αντίδωρο που τους πέταξε το ΠΑΣΟΚ σε συνδυασμό με την κομματική νομιμοφροσύνη των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Το ΚΚΕ την εποχή εκείνη ζητούσε «…τουλάχιστον ένα μέρος των δανείων να εξοφληθεί από τα άλλα περιουσιακά στοιχεία των πρώην ιδιοκτητών … και μέτρα προστασίας της ντόπιας παραγωγής (που) αποτελούν βασικό μέσο περιορισμού της δύναμης των μονοπωλίων και της ασυδοσίας του…» και «να ξεσκεπαστούν τα φαινόμενα ασυδοσίας και ρεμούλας των προηγούμενων διοικήσεων και τα κυκλώματα διαφθοράς».
Ήταν η εποχή που «ντόπια και ξένα κέντρα επιβουλεύονται την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ». Και πολλοί που θυμόνταν το ξορκισμένο παρελθόν πίστευαν την διασπορά πάσης φύσης σπερμολογιών, ιδίως αν τις εκσπερμάτωνε το στόμα του αρχηγού. Του Ανδρέα σκέτο. Το όραμα της αλλαγής που όλοι πίστεψαν. Και είναι και η εποχή που ένας νεαρός ονόματι Κοσκωτάς που παρουσιάστηκε στο προσκήνιο ως δόκτορας εξαγόραζε μια τράπεζα…
Και τον Γενάρη δε του 1999 το ΠΑΣΟΚ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα καταθέτοντας τροπολογία πάνω στον νόμο 1386/83 με την οποία έδινε τη δυνατότητα να δοθεί σε ορισμένους ιδιοκτήτες των πρώην προβληματικών επιχειρήσεων και τραπεζών που πέρασαν κάτω από τον έλεγχο του δημοσίου «πλήρης αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστησαν συνεπεία των αυξήσεων κεφαλαίου», εφόσον οι παλιοί μέτοχοι “δεν έχουν αποδεχτεί ρητά ή σιωπηρά τις γενόμενες αυξήσεις κεφαλαίου και εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση με την οποία ακυρώνεται η αύξηση κεφαλαίου».
Η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας αναφέρει:
ΠαραλληλοΓράφος«Όπως είναι γνωστό, εκκρεμούν ενώπιον διαφόρων Διοικητικών και Πολιτικών Δικαστηρίων προσφυγές ή αγωγές με αίτημα την ακύρωση ή την αναγνώριση της ακυρότητας αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και κεφαλαιοποιήσεων απαιτήσεων που έγιναν με υπουργικές αποφάσεις κατά τις διατάξεις του Ν. 1386/1983 και αφορούσαν επιχειρήσεις που είχαν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου, δηλ. τις λεγόμενες προβληματικές επιχειρήσεις, καθώς και αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου τραπεζικών ανωνύμων εταιρειών που είχαν υπαχθεί σε καθεστώς προσωρινής επιτροπείας βάσει του Π.Δ. 861/1975, που κυρώθηκε με τον Ν. 236/1975, που έγιναν με πράξη του προσωρινού Επιτρόπου σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που του παρείχαν οι ως άνω διατάξεις.
Κοινό χαρακτηριστικό των ως άνω αυξήσεων κεφαλαίου είναι ότι έγιναν βάσει ειδικών ρυθμίσεων της τότε ισχύουσας νομοθεσίας και κατά παρέκκλιση ορισμένων ρυθμίσεων του Κ.Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», όπως ίσχυε κατά τα χρονικά σημεία που έλαβαν χώρα οι ως άνω αυξήσεις κεφαλαίου, δηλ. χωρίς να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη στον νόμο αυτό διαδικασία σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης προκειμένου αυτή να λάβει τη σχετική απόφαση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς να παρασχεθεί στους παλαιούς μετόχους δικαίωμα προτίμησης στο σύνολο των νέων μετοχών.
Πρόκειται, επομένως, για άδικες περιπτώσεις αυξήσεως μετοχικού κεφαλαίου, που έλαβαν χώρα βάσει ορισμένων ρυθμίσεων της τότε ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες, όπως αποφάνθηκε πολύ μεταγενέστερα το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήταν αντίθετες προς ορισμένες διατάξεις της δεύτερης κοινοτικής εταιρικής οδηγίας (οδηγία 77/91/ΕΟΚ) και ειδικότερα προς το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο 1 και, στις περιπτώσεις που δεν παρασχέθηκε δικαίωμα προτίμησης, και προς το άρθρο 29 παρ. 1 της ως άνω οδηγίας.»
«Σημειώνεται όμως ότι σε όλες τις περιπτώσεις τόσο η λογιστική όσο και η εσωτερική αξία των μετοχών των υπ’ όψη εταιρειών πριν την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/83, ήταν μηδενική, συνεπεία της τεράστιας συσσώρευσης ληξιπρόθεσμων και μη χρεών. Οι εταιρείες θα οδηγούντο στην πτώχευση (εξ’ άλλου μερικές από αυτές είτε είχαν πτωχεύσει ήδη, είτε ευρίσκοντο σε πραγματική κατάσταση παύσης πληρωμών). Η υπαγωγή των εταιρειών στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/83 και ιδίως οι αυξήσεις κεφαλαίου τους τις οποίες επωμίσθηκε αμέσως μεν το Δημόσιο (μέσω του ΟΑΕ) εμμέσως δε και οι πιστωτές τους με μετοχοποίηση των συσσωρευμένων απαιτήσεων τους, υπήρξε η μοναδική δυνατότητα επιβίωσης των επιχειρήσεων. Η επιβίωση τους δε αυτή, είχε ως αποτέλεσμα την σε κάθε περίπτωση βελτίωση των οικονομικών τους δεικτών σε σχέση με τον προηγούμενο της υπαγωγής (και κυρίως των αυξήσεων κεφαλαίου) χρόνο. Έτσι, είτε οι επιχειρήσεις αυτές μεταβιβάσθηκαν εν λειτουργία, είτε όχι, η εσωτερική αξία της μετοχής είχε αυξηθεί αφού στις εταιρείες εισέρρευσαν κεφάλαια μεγάλου ύψους είτε αμέσως είτε εμμέσως δια της διαγραφής των χρεών.»
«Η ρύθμιση διευκόλυνε δικονομικά τη διεκδίκηση της αποζημίωσης δεδομένου ότι θα υπάρχει μόνο ένας και φερέγγυος αντίδικος των εναγόντων, οι οποίοι έτσι δεν θα βαρύνονται με την απόδειξη υπαιτιότητας άλλων εμπλεκομένων προσώπων, έναντι των οποίων, σε αντίθεση με το Ελληνικό Δημόσιο, θα ήταν ενδεχομένως εκτεθειμένοι σε κινδύνους αφερεγγυότητας.»Αθήνα, 13 Ιανουαρίου 1999
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα προτιμούσα να μην αφήνετε σχόλια χωρίς όνομα, βάλτε ένα όνομα ψευδώνυμο αρκεί να μην εμφανίζεται η γελοία περίπτωση ο/η Ανώνυμος