Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με την βία Άρθρο 120 (παραγρ.4) του ισχύοντος Συντάγματος της Ελλάδας (ακροτελεύτια διάταξη).
Είτε θα πετύχουμε και θα πάρουμε την πατρίδα μας πίσω, είτε θα χαθούμε για αιώνες στις πατρίδες των άλλων και των υπερκρατικών διεθνών οργανισμών, τις νέες αυτοκρατορίες.Εδώ που φθάσαμε, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα περισσότερο από τις αλυσίδες μας.
Όσο περνούν οι εβδομάδες η κατάστασή μας θα γίνεται όλο και πιο αντιληπτή.
Μέχρι την Εξέγερση
Δεν σας θέλει ο λαός ελικόπτερα και μπρος
''Σκλάβος είναι αυτός που ελπίζει ότι θα έρθουν να τον ελευθερώσουν''
Έζρα Πάουντ 1885 – 1972
Σάββατο 10 Απριλίου 2010
Μια ιστορία ευρωπαϊκής «κερδοσκοπίας» του 19ου αιώνα
"Το ζήτημα των ελληνικών τραπεζών". Μ' αυτόν τον τίτλο κωδικοποιήθηκε μια ιστορία χρηματοπιστωτικής "κερδοσκοπίας" του 19ου αιώνα. Πρωταγωνιστές ήταν από τη μια πλευρά η καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Έλληνες Κωνσταντινουπολίτες πιστωτές της και τα μεσογειακά τραπεζικά τους δίκτυα και από την άλλη η Κρατική Τράπεζα της Γαλλίας (Banque de France).
Η εξέλιξη της υπόθεσης απείλησε, μάλιστα, να "τινάξει στον αέρα" την ευρωπαϊκή οικονομική σταθερότητα, κάτι που τελικά αποφεύχθηκε, με αμφίπλευρες υποχωρήσεις και "ρεαλιστικούς" συμβιβασμούς.
H Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας (Banque de France) είχε περιέλθει, το 1860, περίπου στη θέση της... Lehman Brothers παραμονές της κατάρρευσής της. Τα "τοξικά" χρεόγραφα που είχε ενεχυριάσει, μέσω ενός εκτεταμένου χρηματοπιστωτικού δικτύου ελληνικών συμφερόντων, με έδρα την Κωνσταντινούπολη και με "πλοκάμια" σε όλη τη Mεσόγειο, προέρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο "μεγάλος ασθενής" χρειαζόταν ολοένα και περισσότερα κεφάλαια για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους του, τα οποία παρείχαν αφειδώς, με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ιδιώτες πιστωτές, κυρίως ελληνικά και εβραϊκά τραπεζικά δίκτυα της Πόλης. Οι τελευταίοι εξασφάλιζαν ρευστότητα από τους συνεργάτες τους στη Μασσαλία, που είχαν πρόσβαση στην Τράπεζα της Γαλλίας. Οι οίκοι αυτοί δάνειζαν με υψηλό επιτόκιο και με κίνητρο το μεγαλύτερο κέρδος.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Πόλης ήταν ταυτόχρονα και εμπορικοί οίκοι, προμηθευτές του οθωμανικού Δημοσίου και του στρατού. Αφού αντλούσαν τα χρήματα από τη διατραπεζική αγορά της Δύσης και δάνειζαν τον Σουλτάνο, ένα μέρος αυτών των χρημάτων μετά τον δανεισμό επέστρεφε στα ταμεία τους, μέσω των πληρωμών του οθωμανικού Δημοσίου για προμήθειες (εξοπλισμούς, πρώτες ύλες κ.λπ.). Όταν οι συναλλαγματικές, που είχαν εκδοθεί επ' ονόματι των οθωμανικών τίτλων έληγαν, οι τραπεζίτες τις αντικαθιστούσαν με νέες εκδόσεις και ο δανεισμός συνεχιζόταν απρόσκοπτα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη ροή του δανεισμού, μας δίνει η επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας Άννα Μανδυλαρά, μεταφέροντας ένα απόσπασμα από τα ιστορικά αρχεία της Τράπεζας της Γαλλίας.
"Σωτήριον έτος 1861. Ο έμπορος και προμηθευτής του Οθωμανικού στρατού Φάλανγκας μεταβίβασε στον πιστωτή του, έμπορο Κούπα, έναν οθωμανικό τίτλο (χαβαλέ) ώστε να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση στην ανεύρεση συναλλαγματικών πληρωτέων στη Γαλλία, ή στο Λονδίνο. Ο Κούπας, την επόμενη μέρα, μεταβίβασε τον τίτλο στον έμπορο της Πόλης, Ευαγγέλη Μπαλτατζή. Ο Ευαγγέλης Μπαλτατζής προμηθεύτηκε, από επτά τραπεζίτες της πόλης, συναλλαγματικές πληρωτέες στη Μασσαλία και το Λονδίνο, με οπισθογράφηση των εν λόγω τραπεζιτών, επ' ονόματι του οθωμανικού τίτλου. Οι συναλλαγματικές είχαν εκδοθεί επί των Ελλήνων τραπεζιτών της Μασσαλίας, οι οποίοι τελικά τις προεξόφλησαν στην Τράπεζα της Γαλλίας. Οι συναλλαγματικές τελικά διαμαρτυρήθηκαν...".
Η υπερσυσσώρευση επισφαλών ("τοξικών" θα λέγαμε σήμερα τίτλων) στο υποκατάστημα της γαλλικής κρατικής τράπεζας, στη Μασσαλία, σήμανε συναγερμό στα κεντρικά γραφεία της στο Παρίσι. Οι ύβρεις και οι απειλές που εκτόξευαν την περίοδο εκείνη οι Ευρωπαίοι δανειστές κατά των Ελλήνων τραπεζιτών θα έκαναν πρόσφατα δημοσιεύματα να μοιάζουν με νουβέλες.
"Ράτσα δυστυχισμένη, μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς", "δόλιους" και "υποκριτές", "αγύριστα κεφάλια" με "ηθική κάτω του μηδενός", χαρακτήριζε τους Έλληνες τραπεζίτες της Πόλης, ο β' αντιπρόεδρος της Τράπεζας της Γαλλίας βαρόνος Doyen, που έφτασε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις. Αφού τούς περιέλουζε με τα χειρότερα επίθετα, σημείωνε στην αναφορά του, ότι είναι "ικανοί να μας γλιστρήσουν μέσα από τα χέρια μας ή να μας σύρουν στα δικαστήρια, πράγμα που είναι το ίδιο".
Χρειάστηκαν "ρεαλιστικοί" συμβιβασμοί για να ανατραπεί το κλίμα και να προστατευτεί η ευρωπαϊκή οικονομία, με μια απίστευτη κατάληξη, λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα του "σκανδάλου": ο εκ των πρωταγωνιστών Ελλήνων μεγαλοτραπεζιτών (θείος του Ευαγγέλη Μπαλτατζή), που αποτέλεσαν την "πέτρα του σκανδάλου" που απείλησε να καταστρέψει την Τράπεζα της Γαλλίας, επτά χρόνια μετά, παρασημοφορήθηκε από την ίδια την Τράπεζα της Γαλλίας, ως... ευεργέτης της!
Ο τίτλος Φάλανγκα-Κούπα ήταν ένας από τους πολλούς, που κατέληξαν στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Γαλλίας και που τελικά έγιναν δεκτοί κατ' ανάγκη, αφού μεσολάβησαν σκληρές διαπραγματεύσεις, με ύβρεις και απειλές, μεταξύ πιστωτών και οφειλετών, για να μην καταρρεύσει η τράπεζα.
Το αποτυχημένο δάνειο και η "αξιοπιστία" της Υψηλής Πύλης
H Υψηλή Πύλη συνήθιζε να εκδίδει εντολές πληρωμής ή κρατικά χρεόγραφα "χαβαλέδες", δηλαδή, ομολογίες του οθωμανικού Δημοσίου, επ' ονόματι των οποίων οι πιστωτές Έλληνες τραπεζίτες της Πόλης, αναζητούσαν ρευστότητα για να καλύψουν τον δανεισμό. Καθώς οι οθωμανικοί τίτλοι δεν είχαν εισαχθεί στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο (ως το 1865) ήταν αδύνατη η διαπραγμάτευσή τους και έπρεπε οι δανειστές του να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι ή να αναζητήσουν ρευστότητα από "συγγενή" δίκτυα, στην άλλη άκρη της Μεσογείου.
Τα τραπεζικά ιδρύματα των Ελλήνων της Μασσαλίας, που ανθούσαν εκείνη την περίοδο, δέχονταν τις συναλλαγματικές των ελληνικών και εβραϊκών τραπεζών της Πόλης, που είχαν εκδοθεί με ενέχυρο τις οθωμανικές ομολογίες και αφού τις οπισθογραφούσαν, τις εξαργύρωναν με χαμηλό επιτόκιο, στο υποκατάστημα της κρατικής Τράπεζας της Γαλλίας, στη Μασσαλία. Η αλυσίδα έφερνε κέρδη για όλους. Οι Γάλλοι δάνειζαν φθηνά, οι Μασσαλιώτες κρατούσαν προμήθεια, οι Κωνσταντινουπολίτες δάνειζαν ακριβότερα τον Σουλτάνο. Η διαφορά του υπέρογκου επιτοκίου που κατέβαλε η Υψηλή Πύλη στους μεσάζοντες και του χαμηλού επιτοκίου, με το οποίο τούς δάνειζε η Τράπεζα της Γαλλίας, εξασφάλιζε καλά κέρδη για όλους.
Η ισορροπία αυτή, όμως, έμελλε να διαταραχθεί, όταν ο Σουλτάνος προσπάθησε να δανειστεί μακροχρόνια και απευθείας από άλλη τραπεζική "πηγή", πάλι από τη Γαλλία, ώστε να μπορέσει να καταβάλει μέρος του χρέους του, στους Έλληνες τραπεζίτες της Πόλης, που εκτός από δανειστές ήταν ταυτόχρονα και προμηθευτές του οθωμανικού Δημοσίου.
Από το δάνειο αυτό, ο Σουλτάνος φιλοδοξούσε να δώσει μια ανάσα ρευστότητας στα ελληνικά δίκτυα της Πόλης, εκείνοι με τη σειρά τους θα πλήρωναν τους Μασσαλιώτες και αυτοί με τη σειρά τους την Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας, που είχε πλέον στα συρτάρια της πληθώρα συναλλαγματικών του ελληνικού τραπεζικού δικτύου.
Το δάνειο όμως ναυάγησε την τελευταία στιγμή, αποκαλύπτοντας το δραματικό σημείο της έκθεσης της Τράπεζας της Γαλλίας απέναντι σε τίτλους, που αντιπροσώπευαν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις, επειδή η κίνηση του Σουλτάνου να αναζητήσει μακροχρόνιο δανεισμό απεικόνιζε, στα μάτια των πιστωτών, οικονομική αδυναμία και έθετε σε αμφιβολία τη δυνατότητα του οθωμανικού Δημοσίου να τους καλύψει.
Η υπόθεση του ματαιωθέντος δανείου, που έμεινε στην ιστορία ως "σκάνδαλο Mires" από το όνομα του διευθυντή της ιδιωτικής γαλλικής τράπεζας "La Caisse Generale des Chemins de Fer", ο οποίος προθυμοποιήθηκε να κινητοποιήσει ένα κονσόρτσιουμ πιστωτών και να το εκδώσει, κανονίστηκε μεταξύ του ιδίου του Jules Mires και Τούρκων διπλωματών, στο Παρίσι.
Αφορούσε ομολογιακό δάνειο 400.000 φράγκων το οποίο θα εκδιδόταν με επιτόκιο 6% αλλά στο 0,53 κάτω από το άρτιο (άρα, με διπλό ουσιαστικά επιτόκιο) για 36 χρόνια. Ατυχώς, στις 15 Δεκεμβρίου του 1860, ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων και πρόεδρος της εταιρίας Γαλλικών Σιδηροδρόμων de Poldana, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε αξιοπιστία των οθωμανικών εγγυήσεων για τη μακροχρόνια χορήγησή του, κατήγγειλε τον Mires για απάτη και μεθόδευσε τη σύλληψή του και τη ματαίωση του δανεισμού.
Τότε, η Τράπεζα της Γαλλίας διαισθάνθηκε, πίσω από το "δάνειο Mires", τις πιέσεις του δικτύου των ελληνικών οίκων να εισπράξουν από γαλλικά λεφτά, μέρος των πιστώσεών τους προς τον Σουλτάνο και συναισθάνθηκε πίσω απ' αυτό, την αδυναμία της οθωμανικής κυβέρνησης να εκτελεί ακόμη και βραχυπρόθεσμες πληρωμές. Έκρινε ότι οι οθωμανικοί τίτλοι δεν είχαν καμία αξία, διότι αφενός δεν υπήρχε μηχανισμός για να εισπραχθούν με δική της πρωτοβουλία και άμεσα, αφετέρου ήταν αβέβαιη η αποπληρωμή των χρεογράφων, ενώ από την άλλη ήδη η Τράπεζα είχε συγκεντρώσει στο χαρτοφυλάκιό της μεγάλο απόθεμα τέτοιων τίτλων. Και φοβούμενη την κατάρρευση, αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα. Διέταξε τα υποκαταστήματά της (και αυτό της Μασσαλίας) να μην δέχονται συναλλαγματικές επ' ονόματι οθωμανικών ομολογιών. Μόνο που ήταν αργά.
Ο πανικός
Η είδηση προκάλεσε τέτοιο πανικό στο διατραπεζικό δίκτυο Μασσαλίας-Κωνσταντινούπολης, που πλημμύρισε το υποκατάστημα της Τράπεζας της Γαλλίας στη Μασσαλία, με σωρεία συναλλαγματικών επ' ονόματι των επισφαλών οθωμανικών τίτλων.
Ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Κρατικής Τράπεζας της Γαλλίας στη Μασσαλία, που ως τότε δεν είχε διαπιστώσει προβλήματα στη ροή του χρήματος, εξεπλάγη με την αιφνίδια και αδικαιολόγητη κατ' αυτόν αλλαγή της τακτικής του ιδρύματος και συνέχισε να προεξοφλεί επιταγές των Μασσαλιωτών.
Χρειάστηκε η αποστολή ελεγκτών από τα κεντρικά της Τράπεζας της Γαλλίας στη Μασσαλία για να τον πείσουν να μην δέχεται τις συναλλαγματικές των Ελλήνων της Μασσαλίας, αφού έως τότε ήταν οι καλύτεροι πελάτες του.
Όμως, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Η Τράπεζα της Γαλλίας είδε έντρομη τους "τοξικούς" τίτλους να πλημμυρίζουν το θησαυροφυλάκιό της. Οι επισφαλείς παρακρατούμενοι τίτλοι του υποκαταστήματος στη Μασσαλία ήδη είχαν ανέλθει σε αξία 24 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, έναντι 13 εκατομμυρίων που ήταν το εξαμηνιαίο μέρισμα όλης της τράπεζας!
Προ της διαπίστωσης αυτής, η Τράπεζα της Γαλλίας εξαπέλυσε ιδιαίτερα δυσφημιστική εκστρατεία κατά των Ελλήνων τραπεζιτών και της Υψηλής Πύλης, με απειλές και ύβρεις για να τούς αναγκάσει να πληρώσουν το χρέος τους.
Οι απειλές όμως ήταν αδύνατο να πιάσουν τόπο διότι:οι οίκοι της Μασσαλίας, που είχαν ως τότε καλό όνομα, δέχθηκαν να πληρώσουν μόνο όσες συναλλαγματικές εκδόθηκαν στο όνομά τους και όχι τις οπισθογραφημένες των τραπεζών της Πόλης. Ο δε Σουλτάνος αδυνατούσε να πληρώσει άμεσα τους πιστωτές του της Πόλης για να εξοφλήσουν με τη σειρά τους τον κεντρικό δανειστή.
Έπειτα από ενάμιση μήνα σκληρής στάσης και αφού είχαν μεσολαβήσει ύβρεις και εκβιασμοί, η Τράπεζα της Γαλλίας άρχισε να συνειδητοποιεί ότι βρισκόταν με την "πλάτη στον τοίχο". Η παύση πληρωμών που είχε επιβάλει φάνηκε ότι κάθε άλλο παρά έλυνε το πρόβλημα. Χαμένοι δεν θα ήταν οι τραπεζίτες και ο Σουλτάνος, αλλά οι μέτοχοι του ιδρύματος, που είχε ανοιχθεί στους "τοξικούς" τίτλους. Με την τακτική της, ουσιαστικά επιδείνωνε την κατάσταση και εξέθετε τους μετόχους της στο χειρότερο εφιάλτη, που πάσχιζε να αποφύγει. Στη χρεοκοπία! Πώς ;
Ουσιαστικά, η Τράπεζα της Γαλλίας υποβαθμίζοντας αίφνης την... πιστοληπτική ικανότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την εντολή της για την παύση πληρωμών, την καθιστούσε αναξιόπιστη για δανεισμό. Έπεσε δηλαδή στην παγίδα που έστησε.
Κι αυτό διότι, ή θα έπρεπε να συνεχίσει να δανείζει επισφαλώς όλο το ελληνικό δίκτυο και τον Σουλτάνο, αποδεχόμενη τους ριψοκίνδυνους οθωμανικούς τίτλους, με την ελπίδα να πάρει κάποτε τα λεφτά της και με το ρίσκο να χάσει ακόμη περισσότερα, ή από την άλλη θα ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί στα συρτάρια της άχρηστα χαρτιά, αφού με την απόφασή της να διακόψει τη ροή του δανεισμού δυναμίτιζε και την παραμικρή ελπίδα αποπληρωμής των τίτλων, που ήδη είχε ενεχυριάσει.
Η αναφορά του ελεγκτή και β' υποδιοικητή της Τράπεζας βαρόνου Doyen, που πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να δει τι πιθανότητες έχουν οι πιστωτές να πληρώσουν, θυμίζει πολλά από το σήμερα. Και καταδεικνύει ότι η άφιξη ελεγκτών των πιστωτών στις δανειζόμενες χώρες δεν είναι σημερινό φαινόμενο.
Αφού, ο Doyen περιέγραφε σε σελίδες ολόκληρες στην αναφορά του τους οφειλέτες του ως "συρφετό" και ως ορισμό της "ανυποληψίας", προεξοφλούσε ότι η δικαστική εμπλοκή "μαζί τους, με την προοπτική, να βρεθούμε μπλεγμένοι με επτά νομοθεσίες" και "σε δικαστήρια που δεν χαρακτηρίζονται, ως προπύργια αρετής, ηθικής και εντιμότητας" δεν θα συνέφερε κανένα.
Eτσι, κατέληξε σε μια ρεαλιστική πρόταση προς τους μετόχους, για τον χειρισμό της κρίσης, που έγινε τελικά δεκτή: πρότεινε, εμμέσως, να γίνουν δεκτά τα οθωμανικά ομόλογα, ώστε να ξεμπλοκάρει το σύστημα και να τονωθεί η ρευστότητα και να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανάπτυξης και φυσικά συνθήκες αποπληρωμής των χρεών.
"Ας μού επιτραπεί να σας απευθύνω μια τελευταία ευχή, χρησιμοποιώντας μια διάσημη αποστροφή: προτιμοτέρα η απώλεια ηθικής τινός αρχής, παρά των εκατομμυρίων μας", παραδέχεται κυνικά, στην επιστολή του προς την Τράπεζα, ο βαρόνος.
Οι οθωμανικοί τίτλοι έγιναν δεκτοί τελικά από την Τράπεζα, ως τίτλοι δημοσίου χρέους, με το ίδιο επιτόκιο που είχε συμφωνηθεί και με αποπληρωμή σε τρία χρόνια, όπως ακριβώς πρότεινε ο Σουλτάνος.
* Το δημοσίευμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ βασίζεται στο κείμενο της επίκουρης καθηγήτριας Νεότερης Ιστορίας Άννας Μανδυλαρά στο βιβλίο: "Θέματα Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας", ΕΑΠ, Πάτρα, 2008 και σε παραπομπές σε βιβλιογραφικές πηγές, με αναφορές στα αυθεντικά ιστορικά αρχεία της Τράπεζας της Γαλλίας (Banque de France).
http://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=1799882
Η εξέλιξη της υπόθεσης απείλησε, μάλιστα, να "τινάξει στον αέρα" την ευρωπαϊκή οικονομική σταθερότητα, κάτι που τελικά αποφεύχθηκε, με αμφίπλευρες υποχωρήσεις και "ρεαλιστικούς" συμβιβασμούς.
H Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας (Banque de France) είχε περιέλθει, το 1860, περίπου στη θέση της... Lehman Brothers παραμονές της κατάρρευσής της. Τα "τοξικά" χρεόγραφα που είχε ενεχυριάσει, μέσω ενός εκτεταμένου χρηματοπιστωτικού δικτύου ελληνικών συμφερόντων, με έδρα την Κωνσταντινούπολη και με "πλοκάμια" σε όλη τη Mεσόγειο, προέρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο "μεγάλος ασθενής" χρειαζόταν ολοένα και περισσότερα κεφάλαια για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους του, τα οποία παρείχαν αφειδώς, με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ιδιώτες πιστωτές, κυρίως ελληνικά και εβραϊκά τραπεζικά δίκτυα της Πόλης. Οι τελευταίοι εξασφάλιζαν ρευστότητα από τους συνεργάτες τους στη Μασσαλία, που είχαν πρόσβαση στην Τράπεζα της Γαλλίας. Οι οίκοι αυτοί δάνειζαν με υψηλό επιτόκιο και με κίνητρο το μεγαλύτερο κέρδος.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Πόλης ήταν ταυτόχρονα και εμπορικοί οίκοι, προμηθευτές του οθωμανικού Δημοσίου και του στρατού. Αφού αντλούσαν τα χρήματα από τη διατραπεζική αγορά της Δύσης και δάνειζαν τον Σουλτάνο, ένα μέρος αυτών των χρημάτων μετά τον δανεισμό επέστρεφε στα ταμεία τους, μέσω των πληρωμών του οθωμανικού Δημοσίου για προμήθειες (εξοπλισμούς, πρώτες ύλες κ.λπ.). Όταν οι συναλλαγματικές, που είχαν εκδοθεί επ' ονόματι των οθωμανικών τίτλων έληγαν, οι τραπεζίτες τις αντικαθιστούσαν με νέες εκδόσεις και ο δανεισμός συνεχιζόταν απρόσκοπτα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη ροή του δανεισμού, μας δίνει η επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας Άννα Μανδυλαρά, μεταφέροντας ένα απόσπασμα από τα ιστορικά αρχεία της Τράπεζας της Γαλλίας.
"Σωτήριον έτος 1861. Ο έμπορος και προμηθευτής του Οθωμανικού στρατού Φάλανγκας μεταβίβασε στον πιστωτή του, έμπορο Κούπα, έναν οθωμανικό τίτλο (χαβαλέ) ώστε να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση στην ανεύρεση συναλλαγματικών πληρωτέων στη Γαλλία, ή στο Λονδίνο. Ο Κούπας, την επόμενη μέρα, μεταβίβασε τον τίτλο στον έμπορο της Πόλης, Ευαγγέλη Μπαλτατζή. Ο Ευαγγέλης Μπαλτατζής προμηθεύτηκε, από επτά τραπεζίτες της πόλης, συναλλαγματικές πληρωτέες στη Μασσαλία και το Λονδίνο, με οπισθογράφηση των εν λόγω τραπεζιτών, επ' ονόματι του οθωμανικού τίτλου. Οι συναλλαγματικές είχαν εκδοθεί επί των Ελλήνων τραπεζιτών της Μασσαλίας, οι οποίοι τελικά τις προεξόφλησαν στην Τράπεζα της Γαλλίας. Οι συναλλαγματικές τελικά διαμαρτυρήθηκαν...".
Η υπερσυσσώρευση επισφαλών ("τοξικών" θα λέγαμε σήμερα τίτλων) στο υποκατάστημα της γαλλικής κρατικής τράπεζας, στη Μασσαλία, σήμανε συναγερμό στα κεντρικά γραφεία της στο Παρίσι. Οι ύβρεις και οι απειλές που εκτόξευαν την περίοδο εκείνη οι Ευρωπαίοι δανειστές κατά των Ελλήνων τραπεζιτών θα έκαναν πρόσφατα δημοσιεύματα να μοιάζουν με νουβέλες.
"Ράτσα δυστυχισμένη, μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς", "δόλιους" και "υποκριτές", "αγύριστα κεφάλια" με "ηθική κάτω του μηδενός", χαρακτήριζε τους Έλληνες τραπεζίτες της Πόλης, ο β' αντιπρόεδρος της Τράπεζας της Γαλλίας βαρόνος Doyen, που έφτασε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις. Αφού τούς περιέλουζε με τα χειρότερα επίθετα, σημείωνε στην αναφορά του, ότι είναι "ικανοί να μας γλιστρήσουν μέσα από τα χέρια μας ή να μας σύρουν στα δικαστήρια, πράγμα που είναι το ίδιο".
Χρειάστηκαν "ρεαλιστικοί" συμβιβασμοί για να ανατραπεί το κλίμα και να προστατευτεί η ευρωπαϊκή οικονομία, με μια απίστευτη κατάληξη, λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα του "σκανδάλου": ο εκ των πρωταγωνιστών Ελλήνων μεγαλοτραπεζιτών (θείος του Ευαγγέλη Μπαλτατζή), που αποτέλεσαν την "πέτρα του σκανδάλου" που απείλησε να καταστρέψει την Τράπεζα της Γαλλίας, επτά χρόνια μετά, παρασημοφορήθηκε από την ίδια την Τράπεζα της Γαλλίας, ως... ευεργέτης της!
Ο τίτλος Φάλανγκα-Κούπα ήταν ένας από τους πολλούς, που κατέληξαν στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Γαλλίας και που τελικά έγιναν δεκτοί κατ' ανάγκη, αφού μεσολάβησαν σκληρές διαπραγματεύσεις, με ύβρεις και απειλές, μεταξύ πιστωτών και οφειλετών, για να μην καταρρεύσει η τράπεζα.
Το αποτυχημένο δάνειο και η "αξιοπιστία" της Υψηλής Πύλης
H Υψηλή Πύλη συνήθιζε να εκδίδει εντολές πληρωμής ή κρατικά χρεόγραφα "χαβαλέδες", δηλαδή, ομολογίες του οθωμανικού Δημοσίου, επ' ονόματι των οποίων οι πιστωτές Έλληνες τραπεζίτες της Πόλης, αναζητούσαν ρευστότητα για να καλύψουν τον δανεισμό. Καθώς οι οθωμανικοί τίτλοι δεν είχαν εισαχθεί στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο (ως το 1865) ήταν αδύνατη η διαπραγμάτευσή τους και έπρεπε οι δανειστές του να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι ή να αναζητήσουν ρευστότητα από "συγγενή" δίκτυα, στην άλλη άκρη της Μεσογείου.
Τα τραπεζικά ιδρύματα των Ελλήνων της Μασσαλίας, που ανθούσαν εκείνη την περίοδο, δέχονταν τις συναλλαγματικές των ελληνικών και εβραϊκών τραπεζών της Πόλης, που είχαν εκδοθεί με ενέχυρο τις οθωμανικές ομολογίες και αφού τις οπισθογραφούσαν, τις εξαργύρωναν με χαμηλό επιτόκιο, στο υποκατάστημα της κρατικής Τράπεζας της Γαλλίας, στη Μασσαλία. Η αλυσίδα έφερνε κέρδη για όλους. Οι Γάλλοι δάνειζαν φθηνά, οι Μασσαλιώτες κρατούσαν προμήθεια, οι Κωνσταντινουπολίτες δάνειζαν ακριβότερα τον Σουλτάνο. Η διαφορά του υπέρογκου επιτοκίου που κατέβαλε η Υψηλή Πύλη στους μεσάζοντες και του χαμηλού επιτοκίου, με το οποίο τούς δάνειζε η Τράπεζα της Γαλλίας, εξασφάλιζε καλά κέρδη για όλους.
Η ισορροπία αυτή, όμως, έμελλε να διαταραχθεί, όταν ο Σουλτάνος προσπάθησε να δανειστεί μακροχρόνια και απευθείας από άλλη τραπεζική "πηγή", πάλι από τη Γαλλία, ώστε να μπορέσει να καταβάλει μέρος του χρέους του, στους Έλληνες τραπεζίτες της Πόλης, που εκτός από δανειστές ήταν ταυτόχρονα και προμηθευτές του οθωμανικού Δημοσίου.
Από το δάνειο αυτό, ο Σουλτάνος φιλοδοξούσε να δώσει μια ανάσα ρευστότητας στα ελληνικά δίκτυα της Πόλης, εκείνοι με τη σειρά τους θα πλήρωναν τους Μασσαλιώτες και αυτοί με τη σειρά τους την Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας, που είχε πλέον στα συρτάρια της πληθώρα συναλλαγματικών του ελληνικού τραπεζικού δικτύου.
Το δάνειο όμως ναυάγησε την τελευταία στιγμή, αποκαλύπτοντας το δραματικό σημείο της έκθεσης της Τράπεζας της Γαλλίας απέναντι σε τίτλους, που αντιπροσώπευαν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις, επειδή η κίνηση του Σουλτάνου να αναζητήσει μακροχρόνιο δανεισμό απεικόνιζε, στα μάτια των πιστωτών, οικονομική αδυναμία και έθετε σε αμφιβολία τη δυνατότητα του οθωμανικού Δημοσίου να τους καλύψει.
Η υπόθεση του ματαιωθέντος δανείου, που έμεινε στην ιστορία ως "σκάνδαλο Mires" από το όνομα του διευθυντή της ιδιωτικής γαλλικής τράπεζας "La Caisse Generale des Chemins de Fer", ο οποίος προθυμοποιήθηκε να κινητοποιήσει ένα κονσόρτσιουμ πιστωτών και να το εκδώσει, κανονίστηκε μεταξύ του ιδίου του Jules Mires και Τούρκων διπλωματών, στο Παρίσι.
Αφορούσε ομολογιακό δάνειο 400.000 φράγκων το οποίο θα εκδιδόταν με επιτόκιο 6% αλλά στο 0,53 κάτω από το άρτιο (άρα, με διπλό ουσιαστικά επιτόκιο) για 36 χρόνια. Ατυχώς, στις 15 Δεκεμβρίου του 1860, ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων και πρόεδρος της εταιρίας Γαλλικών Σιδηροδρόμων de Poldana, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε αξιοπιστία των οθωμανικών εγγυήσεων για τη μακροχρόνια χορήγησή του, κατήγγειλε τον Mires για απάτη και μεθόδευσε τη σύλληψή του και τη ματαίωση του δανεισμού.
Τότε, η Τράπεζα της Γαλλίας διαισθάνθηκε, πίσω από το "δάνειο Mires", τις πιέσεις του δικτύου των ελληνικών οίκων να εισπράξουν από γαλλικά λεφτά, μέρος των πιστώσεών τους προς τον Σουλτάνο και συναισθάνθηκε πίσω απ' αυτό, την αδυναμία της οθωμανικής κυβέρνησης να εκτελεί ακόμη και βραχυπρόθεσμες πληρωμές. Έκρινε ότι οι οθωμανικοί τίτλοι δεν είχαν καμία αξία, διότι αφενός δεν υπήρχε μηχανισμός για να εισπραχθούν με δική της πρωτοβουλία και άμεσα, αφετέρου ήταν αβέβαιη η αποπληρωμή των χρεογράφων, ενώ από την άλλη ήδη η Τράπεζα είχε συγκεντρώσει στο χαρτοφυλάκιό της μεγάλο απόθεμα τέτοιων τίτλων. Και φοβούμενη την κατάρρευση, αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα. Διέταξε τα υποκαταστήματά της (και αυτό της Μασσαλίας) να μην δέχονται συναλλαγματικές επ' ονόματι οθωμανικών ομολογιών. Μόνο που ήταν αργά.
Ο πανικός
Η είδηση προκάλεσε τέτοιο πανικό στο διατραπεζικό δίκτυο Μασσαλίας-Κωνσταντινούπολης, που πλημμύρισε το υποκατάστημα της Τράπεζας της Γαλλίας στη Μασσαλία, με σωρεία συναλλαγματικών επ' ονόματι των επισφαλών οθωμανικών τίτλων.
Ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Κρατικής Τράπεζας της Γαλλίας στη Μασσαλία, που ως τότε δεν είχε διαπιστώσει προβλήματα στη ροή του χρήματος, εξεπλάγη με την αιφνίδια και αδικαιολόγητη κατ' αυτόν αλλαγή της τακτικής του ιδρύματος και συνέχισε να προεξοφλεί επιταγές των Μασσαλιωτών.
Χρειάστηκε η αποστολή ελεγκτών από τα κεντρικά της Τράπεζας της Γαλλίας στη Μασσαλία για να τον πείσουν να μην δέχεται τις συναλλαγματικές των Ελλήνων της Μασσαλίας, αφού έως τότε ήταν οι καλύτεροι πελάτες του.
Όμως, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Η Τράπεζα της Γαλλίας είδε έντρομη τους "τοξικούς" τίτλους να πλημμυρίζουν το θησαυροφυλάκιό της. Οι επισφαλείς παρακρατούμενοι τίτλοι του υποκαταστήματος στη Μασσαλία ήδη είχαν ανέλθει σε αξία 24 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, έναντι 13 εκατομμυρίων που ήταν το εξαμηνιαίο μέρισμα όλης της τράπεζας!
Προ της διαπίστωσης αυτής, η Τράπεζα της Γαλλίας εξαπέλυσε ιδιαίτερα δυσφημιστική εκστρατεία κατά των Ελλήνων τραπεζιτών και της Υψηλής Πύλης, με απειλές και ύβρεις για να τούς αναγκάσει να πληρώσουν το χρέος τους.
Οι απειλές όμως ήταν αδύνατο να πιάσουν τόπο διότι:οι οίκοι της Μασσαλίας, που είχαν ως τότε καλό όνομα, δέχθηκαν να πληρώσουν μόνο όσες συναλλαγματικές εκδόθηκαν στο όνομά τους και όχι τις οπισθογραφημένες των τραπεζών της Πόλης. Ο δε Σουλτάνος αδυνατούσε να πληρώσει άμεσα τους πιστωτές του της Πόλης για να εξοφλήσουν με τη σειρά τους τον κεντρικό δανειστή.
Έπειτα από ενάμιση μήνα σκληρής στάσης και αφού είχαν μεσολαβήσει ύβρεις και εκβιασμοί, η Τράπεζα της Γαλλίας άρχισε να συνειδητοποιεί ότι βρισκόταν με την "πλάτη στον τοίχο". Η παύση πληρωμών που είχε επιβάλει φάνηκε ότι κάθε άλλο παρά έλυνε το πρόβλημα. Χαμένοι δεν θα ήταν οι τραπεζίτες και ο Σουλτάνος, αλλά οι μέτοχοι του ιδρύματος, που είχε ανοιχθεί στους "τοξικούς" τίτλους. Με την τακτική της, ουσιαστικά επιδείνωνε την κατάσταση και εξέθετε τους μετόχους της στο χειρότερο εφιάλτη, που πάσχιζε να αποφύγει. Στη χρεοκοπία! Πώς ;
Ουσιαστικά, η Τράπεζα της Γαλλίας υποβαθμίζοντας αίφνης την... πιστοληπτική ικανότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την εντολή της για την παύση πληρωμών, την καθιστούσε αναξιόπιστη για δανεισμό. Έπεσε δηλαδή στην παγίδα που έστησε.
Κι αυτό διότι, ή θα έπρεπε να συνεχίσει να δανείζει επισφαλώς όλο το ελληνικό δίκτυο και τον Σουλτάνο, αποδεχόμενη τους ριψοκίνδυνους οθωμανικούς τίτλους, με την ελπίδα να πάρει κάποτε τα λεφτά της και με το ρίσκο να χάσει ακόμη περισσότερα, ή από την άλλη θα ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί στα συρτάρια της άχρηστα χαρτιά, αφού με την απόφασή της να διακόψει τη ροή του δανεισμού δυναμίτιζε και την παραμικρή ελπίδα αποπληρωμής των τίτλων, που ήδη είχε ενεχυριάσει.
Η αναφορά του ελεγκτή και β' υποδιοικητή της Τράπεζας βαρόνου Doyen, που πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να δει τι πιθανότητες έχουν οι πιστωτές να πληρώσουν, θυμίζει πολλά από το σήμερα. Και καταδεικνύει ότι η άφιξη ελεγκτών των πιστωτών στις δανειζόμενες χώρες δεν είναι σημερινό φαινόμενο.
Αφού, ο Doyen περιέγραφε σε σελίδες ολόκληρες στην αναφορά του τους οφειλέτες του ως "συρφετό" και ως ορισμό της "ανυποληψίας", προεξοφλούσε ότι η δικαστική εμπλοκή "μαζί τους, με την προοπτική, να βρεθούμε μπλεγμένοι με επτά νομοθεσίες" και "σε δικαστήρια που δεν χαρακτηρίζονται, ως προπύργια αρετής, ηθικής και εντιμότητας" δεν θα συνέφερε κανένα.
Eτσι, κατέληξε σε μια ρεαλιστική πρόταση προς τους μετόχους, για τον χειρισμό της κρίσης, που έγινε τελικά δεκτή: πρότεινε, εμμέσως, να γίνουν δεκτά τα οθωμανικά ομόλογα, ώστε να ξεμπλοκάρει το σύστημα και να τονωθεί η ρευστότητα και να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανάπτυξης και φυσικά συνθήκες αποπληρωμής των χρεών.
"Ας μού επιτραπεί να σας απευθύνω μια τελευταία ευχή, χρησιμοποιώντας μια διάσημη αποστροφή: προτιμοτέρα η απώλεια ηθικής τινός αρχής, παρά των εκατομμυρίων μας", παραδέχεται κυνικά, στην επιστολή του προς την Τράπεζα, ο βαρόνος.
Οι οθωμανικοί τίτλοι έγιναν δεκτοί τελικά από την Τράπεζα, ως τίτλοι δημοσίου χρέους, με το ίδιο επιτόκιο που είχε συμφωνηθεί και με αποπληρωμή σε τρία χρόνια, όπως ακριβώς πρότεινε ο Σουλτάνος.
* Το δημοσίευμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ βασίζεται στο κείμενο της επίκουρης καθηγήτριας Νεότερης Ιστορίας Άννας Μανδυλαρά στο βιβλίο: "Θέματα Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας", ΕΑΠ, Πάτρα, 2008 και σε παραπομπές σε βιβλιογραφικές πηγές, με αναφορές στα αυθεντικά ιστορικά αρχεία της Τράπεζας της Γαλλίας (Banque de France).
http://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=1799882
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου