Το Ράδιο 9 και η «ΕΚΠΟΜΠΗ ΑΕ» φέρνει σήμερα στο φως τη μελέτη της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2011.
Στην πρώτη σελίδα υπάρχει η περίληψη της μελέτης που αναφέρει:
Σύνοψη
Η Ελλάδα αδυνατεί να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της και παρά την επιμονή τόσο των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αλλά και των Ευρωπαίων πολιτικών περί του αντιθέτου, είναι πιθανό η Ελλάδα να πτωχεύσει προτού ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας τεθεί σε ισχύ το 2013. Η εν λόγω μελέτη εξετάζει τον πιθανό αντίκτυπο μιας πρώιμης πτώχευσης τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωζώνη, αλλά και τους τρόπους διάρθρωσης μιας τέτοιας πτώχευσης ούτως ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στη σελίδα 9 της μελέτης και ειδικότερα στο κεφάλαιο 4. Διαβάστε και θα καταλάβετε ότι οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου –για τις οποίες πανηγυρίζει η ελληνική κυβέρνηση- αποτελούν απλά το τρίτο σενάριο της μελέτης για το πώς η ελεγχόμενη πτώχευση της Ελλάδας πριν το 2013 θα έχει τις κατά το δυνατόν λιγότερες επιπτώσεις για τη χώρα και για την ευρωζώνη.
(κάντε κλικ στις φωτογραφίες)
4. Τι θα μπορούσε να γίνει ούτως ώστε μια πτώχευση πριν την ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας να γίνει πιο συντεταγμένα;
Εάν η Ελλάδα πτωχεύσει πριν το 2013, η μορφή της πτώχευσης θα καθόριζε σε σημαντικό βαθμό το κόστος που θα αντιμετώπιζε η Ελλάδα και η Ευρωζώνη. Υπάρχουν 3 πιθανοί τρόποι πτώχευσης για την Ελλάδα. Καταρχάς, μπορεί να επιλέξει να ανταλλάξει το χρέος της με ένα νέο χρέος χαμηλότερης ονομαστικής αξίας. Βέβαια αυτό το σενάριο δεν θα ήταν τόσο ελκυστικό για τους πιστωτές της και κατά πάσα πιθανότητα η Ελλάδα θα έπρεπε να προβεί σε μια τέτοια κίνηση μονομερώς. Κατά δεύτερον, η Ελλάδα θα μπορούσε να ανταλλάξει μονομερώς το χρέος της με ένα νέο χρέος με ίδια ονομαστική αξία αλλά με μεγαλύτερη περίοδο λήξης. Το εν λόγω χρέος θα μπορούσε να έχει χαμηλότερα επιτόκια, όμως τα επιτόκια του ελληνικού χρέους είναι ήδη χαμηλά. Αυτή η μεταβολή στην διάρκεια λήξης θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παρούσας απομειωμένης αξίας του ελληνικού χρέους, όμως δεν θα ήταν τόσο αποτελεσματική όσο μια σημαντική μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους. Τρίτον, η Ελλάδα θα μπορούσε να επιλέξει την δεύτερη εκδοχή, όμως αντί να την επιβάλει μονομερώς, θα μπορούσε να διαπραγματευτεί τους όρους με τους πιστωτές της.
Εάν η Ελλάδα ακολουθούσε την πρώτη στρατηγική, θα μπορούσε -ελλείψει μιας εγχώριας τραπεζικής κρίσης αλλά και μιας εχθρικής αντίδρασης από την ΕΚΤ- να επιστρέψει στην δημοσιονομική βιωσιμότητα. Όμως οι τράπεζες τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας θα αναγκάζονταν να απομειώσουν την αξία του χρέους που διακρατούν μέχρι την ωρίμανσή του και θα πυροδοτούνταν συμφωνίες αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (CDS). Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε προβλήματα ρευστότητας, και, στη χειρότερη περίπτωση, σε σημαντικά προβλήματα μετάστασης της κρίσης και αφερεγγυότητας. Οι Έλληνες πιστωτές, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωσυστήματος και των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, ενδεχομένως να μην αντιδράσουν με ηρεμία και η Ελλάδα θα μπορούσε στη χειρότερη περίπτωση να αποπεμφθεί από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση όταν το χρέος της δεν θα είναι πια αποδεκτό ως εγγύηση.
Εάν η Ελλάδα επέλεγε την δεύτερη εκδοχή, δεν θα επιτύγχανε τόσο άμεσα την μείωση του χρέους, και αυτό θα έπρεπε να θεωρηθεί ως στρατηγική διακράτησης μέχρι το 2013. Ωστόσο, οι ρυθμιστικές αρχές ενδεχομένως να μην απαιτούσαν την απομείωση του διακρατούμενου έως τη λήξη χρέους. Δεν θα υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο απλώς και μόνο λόγω της αναδιάρθρωσης. Εάν το Ελληνικό Δημόσιο προτίθεται αλλά δεν δύναται να αποπληρώσει το χρέος του, τότε η αγοραία αξία του ανεξόφλητου δημοσιονομικού χρέους θα έπρεπε να ισούται με το ποσό το οποίο δύναται να να αποπληρώσει το δημόσιο. Συνεπώς, εάν η μεταβολή του χρόνου λήξης και των επιτοκίων εξακολουθεί να αφήνει ένα χρέος το οποίο η Ελλάδα αδυνατεί να εξυπηρετήσει, τότε η αγοραία αξία του νέου χρέους θα ισοδυναμεί με την αγοραία αξία του παλαιού χρέους. Εάν η Ελλάδα επιβάλλει μονομερώς αυτή τη μορφή πτώχευσης στους πιστωτές της, αυτό θα συνιστούσε ένα “γεγονός αξιολόγησης” και πιστωτικό γεγονός, που θα πυροδοτούσε τα CDS. Επιπλέον, υπάρχει η πιθανότητα η ΕΚΤ και οι άλλοι πολιτικοί παράγοντες της ΕΕ να προσβληθούν σε έναν βαθμό αρκετό ούτως ώστε το χρέος της Ελλάδας να είναι ακριβό ή αδύνατο να γίνει αποδεκτό ως εγγύηση από το Ευρωσύστημα, και η χώρα θα αντιμετώπιζε χειρότερους όρους σε οποιοδήποτε διαπραγμάτευση για έναν αναπρογραμματισμό μετά το 2013.
Εάν η Ελλάδα πτωχεύσει πριν το 2013, θα πρέπει να προσπαθήσει να εφαρμόσει την τρίτη επιλογή και να επιτύχει μια μεταβολή της διάρκειας λήξης και ενδεχομένως και των επιτοκίων μέσω διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές της και ιδιαίτερα με την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ και η ΕΕ θα εκλάμβαναν, κατά πάσα πιθανότητα, μια “εθελοντική” αναδιάρθρωση ή μετακύλιση κατόπιν διαπραγματεύσεων ως πολύ λιγότερο συγκρουσιακή. Αυτό θα πρέπει να είναι εφικτό: είναι κατανοητό το γεγονός ότι η Ελλάδα ενδεχομένως να προτιμά την δεύτερη εκδοχή σε σχέση με τα επιπρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας που είναι απαραίτητα προκειμένου να αποφευχθεί μια πτώχευση μέχρι το 2013 ενώ η ΕΚΤ μάλλον προτιμά την τρίτη εκδοχή έναντι της δεύτερης. Ο κος Ρουμπινί και άλλοι σημειώνουν ότι το πλεονέκτημα αυτής της εκδοχής είναι ότι θα μπορούσε να δομηθεί με τρόπο ώστε να μην ερμηνευθεί ως “πιστωτικό γεγονός”, κάτι που θα πυροδοτούσε τα CDS για το Ελληνικό χρέος. Ωστόσο, όπως έχει προαναφερθεί, εάν μια τέτοιου είδους εθελοντική ήπια αναδιάρθρωση δεν χαρακτηρίζονταν ως πιστωτικό γεγονός, θα υπονομεύονταν η αγορά των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) επί των κρατικών ομολόγων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εάν επιτευχθεί κάποια συμφωνία για τον αναπρογραμματισμό του χρέους, η εφαρμογή αυτής θα πρέπει να είναι σχετικά απλή. Από τα 319 δις ευρώ του ανεξόφλητου ελληνικού δημοσιονομικού χρέους στα τέλη Απριλίου, τα 294 δις είναι υπό τη μορφή ομολόγων. Η τεκμηρίωση του χρέους είναι επικαιροποιημένη και το ποσοστό που αντιστοιχεί στους ιδιώτες επενδυτές είναι ελάχιστο. Σχεδόν όλο το ομολογιακό χρέος εκδίδεται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και είναι διεθνώς αποδεκτό ότι η Ελλάδα έχει το νομικό δικαίωμα να μεταβάλει τους όρους. Εκτιμάται ότι, εάν πραγματοποιηθεί με αποτελεσματικό τρόπο, ο ανα-προγραμματισμός του χρέους θα μπορούσε να ολοκληρωθεί σε 5 ή 6 μήνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου