Έτσι, περπατώ στο κέντρο της πόλης το βράδυ, γιατί είναι η πόλη μου, που ποτέ ως τώρα δεν ήταν ξένη, αλλά ήταν πάντα δική μου και ήμουν πάντα δική της. Τώρα όμως, σαν το αγρίμι που παγιδεύτηκε σε ξένη αυλή χωρίς έξοδο διαφυγής, ψάχνω ανώφελα το δρόμο μου, που είναι πλέον άγνωστος και αφιλόξενος - για κάτι τύπους σαν εμένα που νομίζουν πως τον ξέρουν, ύπουλος σαν ναρκοπέδιο.
Όμως επιμένω να τον περπατώ και προσπαθώ να νιώσω όπως παλιά, αλλά είναι αδύνατο. Ο δρόμος που συνήθιζα να παίρνω για να αποφύγω την πολυκοσμία, είναι πια κακόφημος. Ο δρόμος μου είναι πια μια ουτοπία. Το κέντρο της Αθήνας δεν είναι πια ο τόπος μου κι εγώ, εδώ και χρόνια, αρνούμαι να το παραδεχτώ.
Σήμερα πρέπει να αναγνωρίσω την αλήθεια.
Ναι, είναι δεκαπεντάχρονες αυτές που στέκονται εκεί στο πεζοδρόμιο και πότε πότε βηματίζουν αδιάφορα παριστάνοντας ότι μιλάνε στο τηλέφωνο. Έφηβες, ναρκομανείς πόρνες που ψωνίζονται για να εξασφαλίσουν εγκαίρως την οριστική φυγή τους από αυτή την κόλαση. Πιο κάτω κι άλλες - παιδικά, θλιμμένα πρόσωπα, χωρίς επιλογή, δεν έχουν άλλο τρόπο και με κοιτούν, ενώ δεν τις κοιτώ. Περνώντας δίπλα τους χαμηλώνω τα μάτια από ντροπή.
Ναι, είναι οι νταβατζήδες τους αυτοί που καπνίζοντας με κοιτάζουν καχύποπτα από τη γωνία.
Και ναι, είναι αστυνομικοί αυτοί που, σαράντα μέτρα πιο κάτω, έχουν στήσει μπλόκο στις μηχανές και μοιράζουν κλήσεις για κράνος.
Κι εγώ, περνώντας δίπλα τους, χαμηλώνω και πάλι τα μάτια από ντροπή κι έτσι όλο ντρέπομαι και ντρέπομαι, αλλά περπατώ και περπατώ χωρίς ποτέ να φτάνω κάπου.
Προχωρώ στα χαμένα πια, αφού τίποτε απ’ όσα βλέπω δεν μπορώ να βλέπω κι αφήνομαι να θυμηθώ μια εικόνα από τα παλιά. Τότε που ήμουν παιδί, οι δρόμοι που μάζευαν παιδιά, ζωντάνευαν. Ο δικός μου όμως δρόμος, όταν γέμισε παιδιά, πέθανε. Την εποχή που ο κόσμος άρχισε να πετάει άχρηστα στους δρόμους τα παιδιά του, την ίδια εποχή πέθανε κι ο δρόμος που αγαπούσα να περπατώ.
Ναι, αυτός ο άντρας είναι γύρω στα εξήντα και αυτό το κορίτσι που παζαρεύει, δεν είναι πάνω από δεκατέσσερα. Θα δώσει τα λεφτά του εξευτελισμού της στον νταβατζή της για να της δώσει πρέζα και φαΐ.
Και ναι, ο νταβατζής κοιτάζει ίσια στα μάτια τον αστυνομικό –δεν είναι ιδέα μου- τον ίδιο αστυνομικό που πουλάει τσαμπουκά στον ντελιβερά με το παπάκι.
Κι εγώ, εδώ ανήκω. Σε λίγες μέρες θα τιμωρούμαι όταν καπνίζω. Μόνο εδώ θα μπορώ να καπνίζω ελεύθερα κοιτάζοντας κι εγώ στα μάτια αυτούς που με κοιτούν χωρίς να ντρέπονται που καπνίζω.
Έφτασα σπίτι. Εδώ μπορώ ελεύθερα να καπνίσω, χωρίς να βλάπτω τους συνανθρώπους μου με τον καπνό μου.
Και μην ξεχάσω. Την Κυριακή, πρέπει να πάω να ψηφίσω.
Και ντρέπομαι… ντρέπομαι… ντρέπομαι.
http://ouden-amiges.blogspot.com/2009/06/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου