με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο,
με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό,
τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία,
οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες.
Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον
επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές,
πού 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν.
Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το
έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες,
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει:
μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.
Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν.
Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.
Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε.
Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη
παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της
απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες,
και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία,
και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
ς΄
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου! Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά * στα ηφαίστεια κλήματα σειρά και τα σπίτια πιο λευκά * στου γλαυκού το γειτόνεμα! Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια * της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά στον αιθέρα στέκει να * και στη θάλασσα μόνη της! Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός * και δικού της μήτε αγάπη μια μόνο πένθος αχ παντού * και το φως ανελέητο! Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό * τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό τους παλιούς φίλους καλώ * με φοβέρες και μ' αίματα! Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί * κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί και στον έναν ο άλλος μπαί * νουν εναντίον οι άνεμοι! Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου