Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με την βία Άρθρο 120 (παραγρ.4) του ισχύοντος Συντάγματος της Ελλάδας (ακροτελεύτια διάταξη).

Δεν αναγνωρίζουμε το χρέος

Είτε θα πετύχουμε και θα πάρουμε την πατρίδα μας πίσω, είτε θα χαθούμε για αιώνες στις πατρίδες των άλλων και των υπερκρατικών διεθνών οργανισμών, τις νέες αυτοκρατορίες.Εδώ που φθάσαμε, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα περισσότερο από τις αλυσίδες μας.
Όσο περνούν οι εβδομάδες η κατάστασή μας θα γίνεται όλο και πιο αντιληπτή.
Μέχρι την Εξέγερση

Δεν σας θέλει ο λαός ελικόπτερα και μπρος

To να παράγεις ο ίδιος τα τρόφιμά σου είναι ίσως ένα από τα πιο επικίνδυνα πράγματα που μπορείς να κάνεις σήμερα, γιατί είναι ένα βήμα προς την κατάκτηση της ελευθερίας σου!

''Σκλάβος είναι αυτός που ελπίζει ότι θα έρθουν να τον ελευθερώσουν''
Έζρα Πάουντ 1885 – 1972

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Δημήτρης Τσαφέντας: «Τον σκότωσα τον νταή τους...»



Μίμης Τσαφέντας... Ο πραγματικός φονιάς του Απαρτχάιντ!
10/10/1999 πεθαίνει έγκληστος στο ψυχιατρείο-φυλακές, Στέρκφοντειν ο Μίμης Τσαφέντας, ξεχασμένος από Θεούς και ανθρώπους, ο σύγχρονος τυρρανοκτόνος με την πράξη του, καθόρισε την μετέπειτα διαδρομή της Ν. Αφρικής δείχνοντας που οδηγούν οι φυλετικές διακρίσεις και τα ανθρώπινα μαγειρέματα. Όσο κι αν κρύβουμε ή παραπετάμε, ανθρώπους και ιστορία, θα είναι πάντα μπροστά μας...δείχνοντας τον δρόμο.
Αν πίστευα σε θεούς θα έλεγα πως είναι δαίμονας. Βρήκε έναν τρόπο και γλίστρησε στα στενά, του έτσι κι αλλιώς αδιόρθωτου μυαλού μου. Σφηνώθηκε. Ο Τσαφέντας άγγιξε τους...
σκοτεινούς μου φόβους. Ο κολοράτος δολοφόνος του καλού, μορφωμένου και φυσικά λευκού, πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής, Φερβούντ, έδειχνε το δρόμο.

Ο μικρός Μίμης έρχεται στο κόσμο στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, η μάνα του μια μαύρη περνά τα βράδια της με τον Μιχάλη Τσαφαντάκη. Ιδρωμένα κορμιά στην αποθήκη με τα αλεύρια ενός φούρνου στο μεγάλο λιμάνι της Μοζαμβίκης. Το λευκό και το μαύρο έδωσαν ρεσιτάλ ζωής. Ερωτεύονται, είναι λευκός, εργατικός, καλοσυνάτος μα πάνω από όλα φλογερός έλληνας. Την ποθεί. Αν γνωρίσεις το κορμί μιας μαύρης ή το αγαπάς, το λατρεύει ή δεν αναγνωρίζεις καμμιά πρόκληση, δεν σε ξεσηκώνει και σε καταδικάζει σε αιώνια πάθη.
Μα εκείνα τα χρόνια οι μετανάστες, ρίζωναν στους τόπους, έτσι κι ο Μιχάλης, ο πατέρας του τραγικού και συνάμα φωτισμένου φονιά, με την ευγενική του καταγωγή. Ήταν μεγαλωμένος στην Αλέξάνδρεια της Αιγύπτου δεν αρνείται την σχέση του. Υπάρχει με μια μαύρη, την αναγνωρίζει, οχι σαν γυναίκα το σπουδαίο είναι πως τη βλέπει σαν άνθρωπο. Την χαιδεύει, την αγγίζει, τη φιλά πριν την ερωτική πράξη. Η μοίρα ξεκινά να πλέκει την ιστορία από πολύ νωρίς, η Αμιλία Έβανς, η μάνα του Μίμη πεθαίνει με το πρώτο δικό του κλάμα. Το πόσο και ποιός έκλαψε για αυτήν πέρα του παιδιού της που την αναζητούσε μια ζωή ποτέ δεν θα μάθουμε άλλωστε όταν γίνουμε σέπια φωτογραφίες δύσκολα θα αναγνωρίζουν εάν το πέρασμα μας ήταν πραγματικό ή μια ιστορία βγαλμένη στα καπάκια του αλκοόλ και μιάς άχρωμης νύχτας.
Ο Δημήτρης χωρίς μάνα, μα με πατέρα ευαίσθητο, ελεύθερο από προκαταλήψεις, όσο τουλάχιστον είναι ελεύθερος, ανεπηρέαστος από ένα μίζερο περιβάλλον αναγνωρίζει το παιδί του. Το παιδί που έχει το στίγμα της μοίρας στο χρώμα του. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος, είναι κολοράτος. Φθάνει σε έναν κομματιασμένο κόσμο, μα είναι από μόνος του ένα ξεχωριστο κομμάτι. Τον στέλνει λοιπόν στην γιαγιά του, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί αποκτά καταγωγή ελληνική, αποκτά μόρφωση, ρουφά τα γράμματα, την γνώση σαν σφουγγάρι. Περνά μια νιότη ανέμελη γυκειά σαν τα ζαχαρωτά της Αιγύπτου που όποιος τα γεύτηκε τα φέρνει μπρος τα μάτια κάθε που καθίζει το μυαλό στα δύσκολα. Ήδη στα 8 του μιλά 4 ή 5 γλώσσες, αναγνωρίζει την Ελλάδα σαν πατρίδα και έχει ρίζες, περπατά στο λιμάνι της Αλεξάνδειας με την θάλασσα να του δείχνει τους ανοιχτούς δρόμους.
Τότε είναι που η γιαγιά αρρωσταίνει, ο πατέρας σταματά να συγκρούεται με την μοναξιά και φέρνει την νέα Ελληνίδα γυναίκα του για να κάμει οικογένεια. Να αφήσει κάτι πίσω. Που να ήξερε κι αυτός πως έφερε στον κόσμο μια από της σπουδαιότερες μορφές σύγχρονων αγωνιστών. Στην επιστροφή του ο Δημήτρης γνωρίζει την απόρριψη. Ξεκινά η αντίστροφή μέτρηση για την τελική του πράξη.
Για την νέα μάνα, την Μαρίκα, είναι ένα μπάσταρδο. Ένας κοπρίτης και μάλιστα χρωματιστός. Όσο ο πατέρας στέκεται τον στέλνει σε καλό μα εσώκλειστο σχολείο. Πάλι η μόρφωση, η παιδεία πάνω στον Μίμη, μα άγγιγμα, ανοιχτές καρδιές δεν υπάρχουν για αυτόν. Δεν είναι μόναχα η μάνα όλος ο τόπος βράζει από την ανισότητα, την διαφορά, τίποτε δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αρμονική ύπαρξη. Είναι μονάχος, στην εφηβεία και λίγο πριν τα μυθικά ταξίδια γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Το μόνο που δέχεται τους κολοράτους. Εκείνους που δεν είναι καταμαύροι. Οι εντάσεις στο σπίτι υπερβολικές. Τα σπάει, βράζει το αίμα του. Έξυπνος όπως είναι αναγνωρίζει την δεδομένη ανυπαρξία του. Φωνάζουν γιατρό, που τον χαρακτηρίζει idiota, η αδελφή του Ελένη ξεσπάει, μας κατάστρεφε, σιγά σιγά, από μικρός. Ναυτικός λοιπόν, αυτό ταιριάζει σε ένα παιδί που όλοι πιέζουν, βιάζουν να γίνει άντρας, δίχως να μιλά και με κεφάλι σκυμμένο υποταγμένο στο χρώμα της μοίρας που σκούρο ακαθόριστο όπως είναι καθορίζει, προδιαγράφει μιαν μοιραία πορεία.
Ταξιδεύει, γυρνά τον κόσμο και γίνεται θρύλος, ένας ζωντανός μύθος. Η αλήθεια και το ψέμμα συναγωνίζονται ζωή του. Από τους λιγοστούς φίλους και τα γράμματα που έστελνε στην οικογένεια που μόνον εκείνος την ένιωθε κοντά του, εκείνος είχε την ανάγκη να ακουμπίσει, φαίνεται μια πολυτάραχη διαδρομή. Από μούτσος στα βαπόρια, καθηγητής ξένων γλωσσών, εμπορικός αντιπρόσωπος, οριακός τρόφιμος τρελλοκομείου, σερβιτόρος, ακόμη και αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του Μωάμεθ.
Φτάνει στην κεντρική Ευρώπη πεινασμένος, μιλά ακατάπαυστα στις γλώσσες τους αλλα θέλει τροφή, ζεστασιά, σε πόλεις και ανθρώπους κλειστούς και εξαιρετικά κουμπωμένους.Μπαινοβγαίνει σε φρενοκομεία που έτσι κι αλλιώς χειρίζεται με άνεση, μιλά για το θηρίο που έχει μέσα του, κάτι που του καθορίζει την όρεξη, για φαγητό, για γνώση, για ζωή. Ξεκινά το καλοκαίρι, βαριέται θυμάται την Άγκυρα της Τουρκίας. Εκεί καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών αγαπούσε τους μαθητές του και δεν έχανε ευκαιρία να μιλά για τα τοπία της Αφρικής που λάμπανε στα μάτια του. Σε μια από τις αποδράσεις του όπως αφηγείται μετέπειτα στη φυλακή, δεμένος με σεντόνια την κοπανάει από τα μπαλκόνια του τέταρτου ορόφου, χάνει τον καλύτερο φίλο του από την πτώση. Ήταν και η τελευταία φορά που μπήκε σε ψυχιατρείο στην Ευρώπη.
Ζητά απεγνωσμένα να γυρίσει στο Γιοχάνεσμπουργκ, περιμένει πρόσκληση, που τελικά του κάνει ο γαμπρός του. Στην Ελλάδα τριγυρνά στη γειτονιά μου στην Καστέλλα, παίζει προπό, λατρεύει τον ολυμπιακό και δεν χάνει ευκαιρία να χαζεύει τα βιβλιοπωλεία και να διαβάζει, να καταπίνει βιβλία και γνώση. Έτσι χωρίς ιδιαίτερο κινήτρο όπως συνήθιζε να λέει. Η κοινές μας διαδρομές στο Πειραιά άρχισαν σιγά σιγά να με τρώνε, έχανα και εγώ την επαφή μου με το παρόν, περπατούσα γύρω από το λιμάνι, θωρούσα πως στο πλάι της μπουκαπόρτα ενός πλοίου θα τον συναντήσω.
Ο Μίμης σε ένα τελευταίο γράμμα, ζητά να του στείλουν καφέ και λίγο απο χυμό ροδάκινο, του λείπουν οι γεύσεις, τα συναισθήματα που γεννούν τα οικεία πράγματα. Ταξιδιώτης μέσα στο χρόνο αποδικωποιεί με ευκολία τους γύρω του μα μόνιμα κολλημένος με το θλιβερό, πιεσμένο, έρημο παρελθόν του.
Στην Παλαιστίνη φτάνει μαζί με έντονα καιρικά φαινόμενα. Η βροχή που κράτησε μέρες θεωρήθηκε πως ήταν δικία του ευλογία. Ο λόγος του σε αυτά τα μέρη έτσι κι αλλιώς αγίασμα για τους ντόπιους. Στην επιστροφή έρχεται αντιμέτωπος με την χειρότερη πραγματικότητα που θα μπορούσε να φανταστεί. Το καθεστώς σαρώνει κάθετι διαφορετικό. Ξεκινάμε με το χρώμα. Περιοχές μόνο για μαύρους. Πεζοδρόμια μοναχά για λευκούς. Το δέρμα καθορίζει την διαδρομή. Το χρώμα είναι που δίνει ή παίρνει τη ζωή. Ο Μίμης πέρα και έξω από κάθε ρατσισμό. Σε κανέναν κύκλο δεν εντάσσεται. Ούτε στους δούλους μα ούτε και στους αφέντες. Η οικογένεια τον διώχνει, τον φοβάται, μιλά, έχει άποψη για το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της ζωής. Είναι μια ανάσα πριν την κατάθλιψη.
Φεύγει, κατεβαίνει στο Κέηπ Τάουν, στο μεγάλο λιμάνι στη μάνα θάλασσα και πάλι. Ερωτεύεται μιαν κατάμαυρη. Μπαίνει σε μια οικογένεια χριστιανών. Εντυπωσιάζεται από την αγνότητα και παρασύρεται στην ιδέα της φαμίλιας. Πάντα αυτό έβαζε φωτιά στα σωθικά του μυαλού του. Κάνει αίτηση να θεωρείται πλέον μαύρος, θέλει να την παντρευτεί, την θέλει πλάι του. Ψηλός, ωραίος άντρας ο Τσαφέντας. Του ακυρώνουν κάθε σκέψη, ολάκερη η υπαρξιακή του οντότητα τρίζει συθέμελα.
Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος.
Ο Μίμης δεν υπάρχει. Νιώθει την πείνα του στομαχιού, της καρδιάς του, τόσο μα τόσο έντονα. Η εξαιρετική μόρφωση και οι έφεση στις γλώσσες, λένε πως μιλούσε άπταιστα 7 ή 8 γλώσσες, του δίνουν την άνεση να εργαστεί στο δεύτερο κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής. Όχι κάτι σπουδαίο κουβαλά χαρτιά, ένα ποτήρι με νερό, κάνει τα θελήματα των βουλευτών. Εκεί παίρνει την μεγάλη απόφαση να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Να δώσει ένα ουσιαστικό χτύπημα σε ένα καθεστώς που χωρίζει τους ανθρώπους. Να τιμωρήσει, σαν νέμεσις, τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ. Να τον δολοφονήσει. Τριγυρνά στα ελληνικά πλοία, ψάχνει στην αρχή για ένα περίστροφο, του πουλούν, σε ένα κασσιώτικο φορτηγό, ένα ψεύτικο ένα πασχαλιάτικο, πιστόλι. Απογοητεύεται, αλλάζει ρότα, αγοράζει μαχαίρι και το αφήνει για μέρες μέσα σε δηλητήριο. Μεσημέρι, ο πρωθυπουργός στο βήμα εξηγεί για ακόμη μιαν φορά της αρχές, την ουσία των φυλετικών διακρίσεων. Κάνει πράξη την σκέψη. Διαλύει τους ανθρώπους.
Ο Τσαφέντας, με σταθερό βήμα ανεβαίνει με ένα ποτήρι νερό. Σε περίπτωση που ο λαιμός του πρωθυπουργού σταθεί. Βγάζει από την κάλτσα του ποδιού του το 20 εκατοστών μαχαίρι, καταφέρνει 4 μαχαιριές μια εκ των οποίων στη καρδιά. Το πρώτο χτύπημα, η πρώτη κίνηση στον αγώνα κατά του ρατσισμού, η ωδή της λογικής.
Ένας φόνος. Μέσα στο κοινοβούλιο, μέσα στο σπίτι της δημοκρατίας, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Ακολούθησε μια τραγική πορεία. Βασανίστηκε, χτυπήθηκε, φυλακίστηκε. Δεν δικάστηκε ποτέ, δεν βόλευε να αναγνωριστεί σαν μάρτυρας. Θεωρήθηκε τρελλός. Ο ίδιος έλεγε πως ένα σκουλήκι που είχε μέσα του, έδινε τις εντολές και τις κατεθύνσεις. Ο δικηγόρος του, ο διάσημος Γιώργος Μπίζος, που ήταν και ο νομικός σύμβουλος του Μαντέλα υπερασπίστηκε έναν παρανοικό. Τον εξέτασαν αρκετοί ψυχίατροι. Κατέληξαν, δεν υπάρχει συνείδηση στον Μίμη.
Το σύστημα δεν έπρεπε να βληθεί να χτυπηθεί. Τον κρύβουν σε μια φυλακή, με θανατοποινίτες, οι συγκρατούμενοι του εντυπωσιάζονται από την προσωπικότητα του αλλά και αυτοί, ο καθένας για δικούς του λόγους δεν του αναγνωρίζουν την πρωτοπορία. Το τέλος της ζωής του δίνεται στην ψυχιατρική κλινική-φυλακή Στέρκφονταιν. Λιγοστοί άνθρωποι γύρω του. Ελάχιστοι εκείνοι που θέλουν να θυμούνται την πράξη του.
Στην κηδεία του 4 μοναχά τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία, ο Δημήτρης ο έλληνας παπάς που στην συνέχεια ξεπέρασε και το ράσο έκανε την κηδεία παρότι όλη η κοινότητα πίεζε να μην τελεστεί η εξώδιος ακολουθία. Η Λίζα Καίη αφήνει ένα σημείωμα στον φέρετρο:
Δημήτρης Τσαφέντας, Κομμουνιστής, Χριστιανός, ένας σπουδαίος άνθρωπος.
Ξαναγυρνώ το χρόνο πίσω. Οι Έλληνες μετανάστες κοιτούσαν τη δουλειά τους. Δεν άνοιγαν μέτωπα, άφηναν το χρόνο να κυλά και τον χώρο να εξελίσσεται ερήμην τους. Όχι όλοι, όσο κι αν κρύβουμε την ιστορία θα έρχονται στιγμές, μικρές στιγμές που θα γυρνά σε πρόσωπα όπως ο Μίμης που έδωσαν με μια κίνηση μιαν άλλη φορά στο τρόπο που γυρνά η γή. Χρειάζεται ακόμη ανηφόρα, εκείνος ο δόκιμος χρόνος για να αντιληφθούμε το μέγεθος της πράξης του.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΕΛΑΤΕ ΡΕ , ΜΗ ΜΑΣΑΤΕ.
ΠΟΙΟ ΑΠΑΡΧΑΙΝΤ ΕΞΑΛΕΙΨΕ ΑΥΤΟΣ Ο ΒΛΑΚΑΣ.
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΙΚΑΣ ΤΟΥ ΖΟΥΜΑ ΠΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΕ 38 ΝΟΜΑΤΑΙΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ ΕΝ ΨΥΧΡΩ, ΟΥΤΕ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝ ΣΜΑΤΣ ΘΑ ΤΟ ΕΚΑΝΕ....